αγένωτος -η, -ο
άγουρος.
“τα σύκα είναι ακόμα αγένωτα” – “το ψωμί είναι αγένωτο”, – “η σαρδέλα (της λάτας) είναι αγένωτη” κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγένωτος -η -ο: (ἀ-γίγνομαι) = ἄωρος, ἀκατάλληλος ἀκόμη πρὸς χρῆσιν δι’ ἔλλειψιν ἐπαρκοῦς ἐπεξεργασίας (ζυμώσεως, ἁλατισμοῦ).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀγένωτος § ὁ μὴ εἰσέτι γεγονώς, ἀτελής, ἀνεπεξέργαστος. Π. ψωμὶ ἀγένωτο = ἄρτος ἀκατάμακτος, μὴ εἰσέτι εἰς τὸ πλῆρες ἐπεξειργασμένος. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ στερ. Α καὶ γένομαι (= γίνομαι) ἔδει δὲ εἶναι ἀγένητος· ἀλλὰ καὶ ἀγένωτος κατὰ τὸ ἀρηγὸς καὶ ἀρωγὸς ἐκ τοῦ ἀρήγω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου