αγγελοκρούζω
- προξενώ σε κάποιον πόνους
- το παθητικό αγγελοκρούζομαι = φοβάμαι πολύ. “Μόλις τους είδα αγγελοκρούστικα”, εξού και η κατάρα, “μωρέ αγγελοκρουζμένο που ‘να μ΄ εύρει ο χρόνος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγγελοκρούζω: (ἄγγελος – κρούω) = προκαλῶ δριμὺν καὶ αἰφνίδιον πόνον, αἰφνιδιάζω, τρομοκρατῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αγγελοκρούστηκα, με την έννοια του τρομοκρατήθηκα. Από τις λέξεις άγγελος και κρούω.
Ο Κοντομίχης αποδίδει το παθητικό ρήμα αγγελοκρούζομαι ως φοβάμαι πολύ, ενώ στο παράρτημα του λεξικού του, Γλωσσάριον Γ.Χ.Μαραγκού, καταχωρείται η σχετική λέξη με παραπομπές στην Αγία Γραφή και αναφορά στη μυθολογία (Ερμής ψυχοπομπός αντίστοιχος του Μιχαήλ).
Ακριβέστερα αποδίδει ο καθηγητής Σκουβαράς (Άνθιμος Ολυμπιώτης, λεξιλόγιο, σελ. 209): αγγελοκρούομαι, ψυχομανώ. Με χτυπάει ο άγγελος του θανάτου, Μιχαήλ (ο οποίος εικονογραφείται με σπάθη και “παίρνει ψυχές).
Στο χωριό όταν κάποιος μας ξαφνιάει λέμε: Μ΄ αγγελόκρουξες” (με τρόμαξες).
Ο Λάζαρης έφκιασε και ένα τύπο αγκελοκρούζω (με γκ) σχετικό όμως με το αγξελώνω (από το ακίς, αγκίδα), άσχετο με το θέμα μας.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
βλ. και αγγελοκρουσμένος