αγερικό (το) ή αερικό
τα κάθε λογής δαιμονικά και ξωτικά.
Λέμε: “τον χτύπησαν τα αγερικά και έπεσε του θανατά…”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγερ(ι)κὸ: /τὸ/ (ἀὴρ) = κακοποιὸν πνεῦμα προσβάλλον αἰφνιδίως τὴν ὑγείαν (δεισιδαίμων πρόληψις αἰτιολογοῦσα βαρείας τινὰς παθήσεις ὡς τὴν ἀφασίαν, ἴλιγγον, παραλήρημα κ.τ.τ.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το δημώδες αγέρας, που ανάγεται στο μσν. αγέρας, το οποίο προέρχεται από το αέρας με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [j] για αποφυγή της χασμωδίας
(Π.Γ. Κριμπάς)