ψαχουλεύω και ψαχαλεύω
ψάχνω να βρω κάτι στηριζόμενος στην αφή των δακτύλων μου.
“Τι ψαχουλεύεις εκεί;” – “Τα ψαχούλεψα όλα, αλλά δεν βρήκα τίποτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψαχαλεύω καί ψαχ(ου)λεύω (ψόα, ψαύω-χηλεύω) = ἀναζητῶ διὰ τῆς ἀφῆς, ψάχνω μὲ τὰ δάκτυλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης