άγαρμπος (ο)
άκομψος, άχαρος, άσχημος.
Αυτός που δεν έχει γάρμπος (κομψότητα).
Λέμε: “άγαρμπο σπίτι”, “άγαρμπα ρούχα” αλλά και “του τα πες άγαρμπα”, “του φέρθηκες άγαρμπα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄγαρμπος -η -ο: (ἀ – Ἰ. garbo) = ἄκομψος, ἀκαλαίσθητος, ἄσχημος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το δεσμευμένο στερητικό μόρφημα α– και το μσν. γάρμπο (= κομψότητα), το οποίο προέρχεται από το ιταλ. ή βενετ. garbo (τευτονικής αρχής)
(Π.Γ. Κριμπάς)