Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άγαρμπος (ο)

άκομψος, άχαρος, άσχημος.
Αυτός που δεν έχει γάρμπος (κομψότητα).
Λέμε: “άγαρμπο σπίτι”, “άγαρμπα ρούχα” αλλά και “του τα πες άγαρμπα”, “του φέρθηκες άγαρμπα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἄγαρμπος -η -ο: (ἀ –  Ἰ. garbo) = ἄκομψος, ἀκαλαίσθητος, ἄσχημος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
από το δεσμευμένο στερητικό μόρφημα α– και το μσν. γάρμπο (= κομψότητα), το οποίο προέρχεται από το ιταλ. ή βενετ. garbo (τευτονικής αρχής)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.