αγαντάρω
ναυτικός όρος = καταβάλλω κάθε προσπάθεια να πλησιάσω κάπου ή και να αποφύγω κάτι: “αγάντα τον κάβο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγαντάρω: (Ἰ. agguantare) = ἐντείνω τὰς δυνάμεις νὰ πλησιάσω ἤ ἀπομακρυνθῶ ἀπό τινος πράγματος (ναυτικὸς ὅρος).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης