Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγανός (ο)

αραιός, απαλός.
Λέγεται επί αραιών υφασμάτων ή και πλεκτών ακόμη, πρόχειρης κατασκευής.
Λέμε: και σήτα αγανή

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγανὸς -ὴ -ὸ:  (ἄκανος, ἄγνυμι) = τραχύς, ἀραιὸς εἰς τὴν ὕφανσιν, ὕφασμα ἤ πλεκτὸν ἀμφιβόλου τέχνης καὶ στερεότητος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Πλέει αγανά = πλέκει αραιά

Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου


Ετυμολογική σημείωση:
πρόκειται για επιβίωση του αρχ.ελλ. ἀγανός (= μαλακός, ευγενικός), το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το ἄκανος (αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η σχέση με το ἄγνυμι, οπότε αγανός θα σήμαινε «εύθραυστος»), όπως αναφέρει εσφαλμένα ο Λάζαρης

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.