αγανός (ο)
αραιός, απαλός.
Λέγεται επί αραιών υφασμάτων ή και πλεκτών ακόμη, πρόχειρης κατασκευής.
Λέμε: και σήτα αγανή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγανὸς -ὴ -ὸ: (ἄκανος, ἄγνυμι) = τραχύς, ἀραιὸς εἰς τὴν ὕφανσιν, ὕφασμα ἤ πλεκτὸν ἀμφιβόλου τέχνης καὶ στερεότητος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πλέει αγανά = πλέκει αραιά
Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου
Ετυμολογική σημείωση:
πρόκειται για επιβίωση του αρχ.ελλ. ἀγανός (= μαλακός, ευγενικός), το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το ἄκανος (αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η σχέση με το ἄγνυμι, οπότε αγανός θα σήμαινε «εύθραυστος»), όπως αναφέρει εσφαλμένα ο Λάζαρης
(Π.Γ. Κριμπάς)