πασπαλίζω
κοκκίζω, επιπάσσω. “Πασπάλισα τον τοίχο τριγύρω με ψιλό ασβεστοκονίαμα”. – “πασπάλισα το τυρί με αλάτι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πασπαλίζω (παιπάλη) = ἐπικονιάω, ἐπιπάσσω, ἐπιρρίπτω ἀλευροκονίαμα ἢ ἄλλο παρόμοιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης