ξεκουτάλεμα
Ξεκ(ου)τάλεμα /τὸ/ (ἐκ-κοτύλη) = ἡ ἐλάττωσις τοῦ φαγητοῦ ἀπὸ τὴν χύτραν δι᾿ ἐπανειλημμένων δοκιμῶν μὲ τὸ κουτάλι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεκ(ου)τάλεμα /τὸ/ (ἐκ-κοτύλη) = ἡ ἐλάττωσις τοῦ φαγητοῦ ἀπὸ τὴν χύτραν δι᾿ ἐπανειλημμένων δοκιμῶν μὲ τὸ κουτάλι.
τσιμπολογάω φαγητό βλ και ξεκουτάλεμα
βγάζω το καπέλο μου, ξεσκουφώνομαι. “Γιατί είσαι ξεκρούπωτος;“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκ(ου)ρουπώνω (ἐκ-κόρρη, κορύπτω) = ἀποκαλύπτω τὴν κεφαλήν, ἀφαιρῶ τὸν πῖλον ἢ ἄλλο οἱονδήποτε κάλυμμα τῆς κεφαλῆς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χαλάω ένα δοχείο από έλλειψη προσοχής, το τρυπάω. Η λέξη γενικεύεται σε πολλά αντικείμενα, σε καθετί που κακοποιούμε ή καταστρέφουμε. ασελγώ, διαφθείρω.
σύσσομο
έκπνοος, μόλις ανασαίνω. ΒΑΛ. ΦΩΤ. Β΄: “τηνέ φιλεί γλυκά γλυκά και ξελαγανισμένη / πετιέται ευθύς στον οβορό…”.
καθαρίζω, ξεθολώνω, γίνομαι διαυγής, αλλά και διευκρινίζω. φράση: “Εξελαγάρ΄σε το κρασί” – “εξελαγάρ΄σε η υπόθεση”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελαγάρω –ίζω (ἐκ-λαγαρός, Ἰ. Luce-iare;) = καθαρίζω, καθιστῶ διαυγές, ξεκαθαρίζομαι, διαυγάζομαι, διευκρινίζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
διώχνω κάποιον, να φύγει μακριά. “Τον εξελάκισα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελακάω –ίζω (ἐκ-λακίζω) = ἀποδιώκω, ἀπομακρύνω βιαίως, καταδιώκω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Λέμε και ξελάκου. Δεν έχει σχέση με λάκκους. Αλλά με το αρχαίο ρήμα λακώ, και λακίζω (συνήθως στον αόριστο). Σημαίνει φεύγω τρεχάτος . . . Περισσότερα
τον πήρε στο κυνήγι, διώχνοντας τον βίαια. “Αν δεν τον έπαιρνε στο ξελάκου, δεν έφευγε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελάκου /ἐπίρ./ (ἐκ-λακίζω) = καταδιωκτικῶς, κυνηγητά: «τὀν ἐπῆρε ξελάκου» = τὸν ἀπομάκρυνε καταδιώκων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Επίρρημα. Λακώ, φεύγω τρέχοντας. Λέμε: τον πήρε στο . . . Περισσότερα
σκάφτω βαθιά, βγάζοντας πέτρες και ρίζες, αν τύχουν, για να καλλιεργήσω αμπέλι. βγάζω τα χώματα γύρω απ΄ τις ρίζες ορισμένων φυτών για να ποτιστούν ή να λιπανθούν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελακώνω (ἐκ-λάκκος) = ἀνασκάπτω βαθέως, ἀφαιρῶ τὰ περὶ τὴν ρίζαν φυτοῦ χώματα. Τα Λευκαδίτικα — . . . Περισσότερα
χαλαρώνω, ανακουφίζομαι, τελειώνω τους κόπους, προσωρινά. “Ε, λίγο ξελασκάραμε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελασκάρω (ἐκ-Ἰ. lascare) = ἀνίημι, χαλῶ, ἐλαφρύνω τὸ δέσιμον ἢ τὸ ἐνόχλημα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξελάστρα /ἡ/ (ἐκ-Ἰ. lastra) = ἔδαφος ἐπίπεδον κἄπως ὀλισθηρόν. τόπος ὁμαλός, ἄδενδρος, ἀποπτικός.
Ξελέ(γ)ω (ἐκ-λέγω) = ἀναιρῶ τὰ λεχθέντα; «λέω καὶ ξελέω», (ἐξελέγχω) = διευθετῶ διένεξιν μετ᾿ ἄλλου δι᾿ ἀμοιβαίων ἐξηγήσεων: «ἐκάτσανε τζὰ καὶ τὰ ξελέξανε».
εξηγήσεις που δίνονται για να λυθεί μια παρεξήγηση. “Δεν έμαθες τίποτες; Είχαμε όλη νύχτα ξέλεξες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξέλεξη /ἡ/ (ἐξέλεγξις) = ἀμοιβαία ἐξήγησις μεταξὺ διαφωνούντων ἢ διενεχομένων: «εἴχανε γυιὲ μ᾿ ξελέξες ὅλο τ᾿ ἀπόγιωμα». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τα κουτσομπολιά, η δημιουργία κουτσομπολιών . . . Περισσότερα
ζωηρός, απείθαρχος, ζιζάνιο, εξωλέστατος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελέστατος -η -ο (ἐξώλης -έστατος) = ἀπειθής, ἀνυπάκουος, ζωηρός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
είτε κουτσομπολευω κάποιον που δεν είναι παρών, είτε τον ξελέχω μπροστά του, δηλ. του γκρινιάζω συνέχεια. βλ. ξέλεξη
χτενίζω το μαγγανιασμένο λινάρι για να φύγουν τελείως τα λινόξυλα χτυπώ τις καλαμιές του λιναριού, τις κάψουλες του σπόρου, για να βγει ο λιναρόσπορος. Το χτύπημα γινόταν με χοντρό ραβδί. Ο τόπος που γινόταν το δεύτερο ξελίνισμα, είδος αλωνιού, λεγόταν ξελινίστρα.
βγάζω το λόγγο, ξεριζώνω τους θάμνους μιας έκτασης γης στο λόγγο και κάνω τη γη αυτή ήμερη, χωράφι.
(ιδμ) ξεμωράθηκες
Ξελ(ου)π(ι)νίζω (ἐκ-λοπιάω) = ξεφλουδίζω, ἀφαιρῶ διὰ τῶν χειρῶν τὸ ἡμίχλωρον περίβλημα ὀσπρίων.
Στους αρχαίους και βυζαντινούς, λωβή (η) και νεώτερα, λώβα (η) είναι η λέπρα. Μεταφορικά το ρήμα ξελωβιάζω (σ εμάς) σημαίνει καθαρίζω σχολαστικά κάποιον (ξεκατελώνω). Λέμε, που να το ξελωβιάσεις (αυτό το παιδί) έτσι βρώμικο που είναι! Κόλλησε δηλαδή η βρώμα πάνω του σα λεπιδωτή επιδερμίδα λεπρού και θέλει ξελέπιασμα. πιθανώς . . . Περισσότερα
συνήθως λέμε έτσι το ξυραφάκι ξυρίσματος, που δεν έλειπε από κανένα μαθητή στο σχολείο για να ξεμ΄τίζομε τις λάπες μας. (ξεμυτήρι / ξεμτήρι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεμ(υ)τῆρ(ι) /τὸ/ (ἐκ-μύζω, μύτη) = αἴχμητρον, ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον ὀξύνομεν τὴν αἰχμὴν τῶν μολυβδοκονδύλων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος . . . Περισσότερα
απαλλάσσομαι από ενοχλητικές και επικίνδυνες καταστάσεις που προκαλούν διάφορα πρόσωπα. φράσεις: “έφυγε αυτός ο άνθρωπος από το χωριό (ή την πόλη) και ξεμαγάρισε ο τόπος” – “έφυγε η γλωσσού και κουτσομπόλα από τη γειτονιά μας και ξεμαγαρίσαμε”. “Καθαρίσαμε τον τόπο από τις ακαθαρσίες και τα σκουπίδια και ξεμαγαρίσαμε”.
Ξεματιάζω: ξεβασκαίνω (εκ+βασκαίνω), λύνω τη βασκανία, αποδεσμεύω την αρνητική ενέργεια του «ματιάσματος».
κάνω κάτι από υστεροβουλία, επίτηδες. φράση: “το ΄καμες ξεματόχου…” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεμάτοχα -όχ(ου) (συμμετόχως, ἐκ συμμετόχου) = ἐκ προθέσεως, ἐπίτηδες, θεληματικά. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Το ξε είναι πρόθεμα-μόριο της μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ/εξ με . . . Περισσότερα
ο επιτήδειος, ο κατάλληλος. Συχνά λέγεται και με ειρωνική διάθεση φράσεις: “… χμ … ξεματοχ΄νός είσαι για μάστορας …”. – “Θα πάω εγώ και θα τ ακαταφέρω! – Ξεματοχ΄νός είσαι;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεματοχ(ι)νὸς -ὴ -ὸ = ὁ ἐπίτηδες καμωμένος, ὁ ἁρμόζων, ὁ ἐμπρέπων. βλ. . . . Περισσότερα
δυνατός και κρύος ΒΔ άνεμος, αλλιώς μπουρίνι, που εκδηλώνεται κυρίως στις αρχές του καλοκαιριού και του φθινοπώρου.
απομονώνω κάποιον, προσπαθώ α τον συναντήσω μόνον του ή μόνη της χωρίς να μας βλέπει άλλο μάτι. φράση: “τον ξεμονάχιασα και τον έκανα του αλατιού”. Το ρ. έχει και την έννοια του απομονώνομαι, ζω μόνος. “Είναι ξεμοναχιασμένος”. ΒΑΛ. Αστραπόγιαννος: “Τ΄ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει”.
Ξεμονιάζω (ἐκ-μόνος) = παρασύρω κατὰ μόνας, ξεμοναχιάζω, διαβιῶ μόνος, μονάζω.
μέρος απομακρυσμένο, μακρυά από την οικογενειακή εστία. φράσεις: “έχω ξεμόνιο, βλέπεις, ο άντρας μου δουλεύει στα καλαμπόκια στο Ξηρόμερο.” – “Ο αδερφός σου πάει στο ξεμόνιο για να δουλέψει λίγο ψωμί και εσύ γυρνάς στα καφενεία”. Ξεμόνιο όμως έλεγαν και τις απομακρύνσεις για δουλειές μέσα στην περιφέρεια τους. “Μαγειρεύω και . . . Περισσότερα