ξεμαγαρίζω
- απαλλάσσομαι από ενοχλητικές και επικίνδυνες καταστάσεις που προκαλούν διάφορα πρόσωπα. φράσεις: “έφυγε αυτός ο άνθρωπος από το χωριό (ή την πόλη) και ξεμαγάρισε ο τόπος” – “έφυγε η γλωσσού και κουτσομπόλα από τη γειτονιά μας και ξεμαγαρίσαμε”.
- “Καθαρίσαμε τον τόπο από τις ακαθαρσίες και τα σκουπίδια και ξεμαγαρίσαμε”.