ξεμονιάζω 20 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξεμονιάζω (ἐκ-μόνος) = παρασύρω κατὰ μόνας, ξεμοναχιάζω, διαβιῶ μόνος, μονάζω.