ξελαγάρω
καθαρίζω, ξεθολώνω, γίνομαι διαυγής, αλλά και διευκρινίζω.
φράση: “Εξελαγάρ΄σε το κρασί” – “εξελαγάρ΄σε η υπόθεση”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξελαγάρω –ίζω (ἐκ-λαγαρός, Ἰ. Luce-iare;) = καθαρίζω, καθιστῶ διαυγές, ξεκαθαρίζομαι, διαυγάζομαι, διευκρινίζομαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης