Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ξ

ξέθαμπα

Ξέθαμπα (ἑξ-θάμβος) = τὸ λυκαυγές, ἡ χαραυγή, τὰ χαράματα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξέθαμπα, (μετὰ τὸ λυκαυγές). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός βλ. και μισουρανὴς ἢ μισουρανὶς

ξεθεόνω

Ξεθεόνω § καταπονῶ τινα, ἀφανίζω. Π. τὸν ἐξεθέωσε ’ς τὴ δουλειά, – λέγομεν καὶ ἄλλως τὸν ἐψόφισε, τὸν ἀπέθανε ’ς τὴν δουλειά. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐκθείω (= ἀποθεόνω), ἴσως κατ’ ἀντίφρασιν ἀντὶ τοῦ ἀποσκορακίζω – τὸν στέλλω ’ς τὸν διάολο. Οἱ Κύπριοι λέγουσι ’ποθεόνω (ἐφ. Φιλομαθ. σ. 1270).

ξεθερματίζω

Ξεθερματίζω (ἐξ-θερμὸς-δέρμα) = ἀποψιλώνω σφάγιον χοίρου, πουλερικῶν ἢ πόδια σφαγίου τῇ βοηθείᾳ ζέοντος ὕδατος.

ξεθηλύκωτος -η -ο

ο ξεκούμπτωτος (ξεθλήκωτος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεθ(η)λύκωτος -η -ο (ἐκ-θῆλυ) =  λελυμένος, ξεκούμβωτος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης  

ξεϊβάρωμα (το)

το ψάρεμα στο ιβάρι, στο ιχθυοτροφείο, πράγμα που κρατάει πολύ χρόνο και είναι και κάτι αβέβαιο ως προς τη σοδειά. μτφ.: φράση: “καλό ξεϊβάρωμα”, δηλ. έχε υπομονή, περίμενε με αβεβαιότητα. Η φράση ισοδυναμεί με το “καλό ξημέρωμα”, όταν λέγεται ειρωνικά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεϊβάρωμα /τὸ/ . . . Περισσότερα

ξεκ΄ταλεύω

παίρνω με κουτάλι από την κατσαρόλα, τμήμα φαγητού για να το δοκιμάσω τάχα. “Μην ξεκουταλεύεις, τι θα μείνει να φάμε το μεσημέρι.” Το ουσιαστικό: ξεκουτάλεμα. (ξεκταλεύω / ξεκουταλεύω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκ(ου)ταλεύω (ἐκ-κοτύλη) = ἐλαττώνω τὸ φαγητὸν ἀπὸ τὴν χύτραν ὑπὸ τὸ πρόσχημα δοκιμῶν μὲ . . . Περισσότερα

ξεκακίζω

ξεθυμαίνω, ηρεμώ. Η λέξη αναφέρεται κυρίως στον καιρό. φράση: Αν δεν ξεκακίσει ο καιρός, που να πάμε;” – “Εξεκάκισε βλέπω ο καιρός” = μαλάκωσε.

ξεκαλκ(ου)νάρω

Ξεκαλκ(ου)νάρω (ἐκ-Ἰ. calciare) = ἀπολακτίζω τὸ βύσμα, ἐκτινάσσω τὸ πῶμα, ἀποτινάσσω τὸ βαρὺ ἐπίθεμα ἀσφαλίσεως.

ξεκαμπ(ι)ζέλωτος -η -ο

εκείνος που δε φορούσε, παλιά, την καμιζόλα του, που ήταν είδος γελέκου, αντρικού και γυναικείου, που φοριόταν με την παραδοσιακή λαϊκή φορεσιά του νησιού. Δεν ήταν ευπρεπές να μη φοράει κανείς την καμπ΄ζέλα του. Κι όταν αργότερα αντικαταστάθηκε η καμπ΄ζέλα απ΄ το σακάκι, έμεινε η φράση. Σήμερα ξεκαμπζέλωτος σημαίνει χωρίς . . . Περισσότερα

ξεκαμπίζω

έρχομαι από κάπου, εμφανίζομαι ξαφνικά. φράσεις: “Πούθε μας ξεκάμπισες;” “Τώρα ξεκάμπισε αυτό το … φρούτο;” (ειρωνικά) για πονηρούς ανθρώπους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Το ρήμα γραμματικά είναι ξεκαμπίζω και σημαίνει οδηγώ στον κάμπο, βγάζω σε ξέγναντο μέρος (Κριαράς). Έχει όμως και ιδιωματική σημασία όπως σε μας. . . . Περισσότερα

ξεκάνω

πουλάω ένα κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. “Το ξέκαμα το κοπάδι μου, γιατί δε μου απέδιδε μεγάλο κέρδος” – “ξέκαμα το αμπέλι” = το πούλησα. εχθρεύομαι μέχρι θανάτου κάποιον, σκοτώνω. Απειλή: “Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ξεκάμω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκάνω (ἐκ-κάμνω) = ἐκποιῶ, ἀπαλλοτριῶ, ἐξαφανίζω, . . . Περισσότερα

ξεκαπνίζω

Βγάζω τις καπνιές, μουτζούρες από καπνό, αλλά και γενικότερα αράχνες και ό,τι άλλο λερώνει το σπίτι, ιδίως το μπουχαρί και τη γωνιά.

ξεκατελώνω

Ξεκατελώνω = (εκ+κατελώνω) = εκ βρωμίζω, ξεβρωμίζω, απομακρύνω τη βρωμιά, καθαρίζω. βλ. κατελώνω

ξεκηπίδι -δια

τα τελευταία απομεινάρια από τη σοδειά του κήπου: καρποί, κηπευτικά, φρούτα, λαχανικά κλπ. φράση: “Εμάζεψα κάτι ξεκηπίδια”.

ξεκηπίσματα (τα)

λέξη ειρωνική όταν συνοδεύεται με το “καλά ξεκηπίσματα”. Λέγεται όταν δεν υπάρχει απαντοχή για καλή έκβαση των υποθέσεών μας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκ(η)πίσματα (ἐξ-κῆπος) = ἡ λῆξις παραγωγικῆς ἐποχῆς κηπευτικῶν, κάμψις ἱκανοτήτων δράσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεκλιάρης

Ξεκλιάρης § ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ἕξιν εἰς τὸ φορεῖν ξεσχισμένα ὶμάτια. Σημ. ἰδ. ’ξυπολιάρης. βλ. καί  ξεσκλιάρης 

ξεκόβω

απομακρύνω κάποιον από “κακές παρέες”. Γενικά, απομακρύνω, ξεχωρίζω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκόβω (ἐκ-κόπτω) = ἀποχωρίζω, ἀποσπῶ, ἀπομακρύνω, καθορίζω ποσοτικῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεκολιάζω

Ξεκολιάζω (ἐκ-κολεὸς-κωλὴ) = θραύω ἢ τρυπῶ τὸν πυθμένα δοχείου, διαφθείρω δι᾿ ἀσελγείας ἢ συνουσίας.

ξεκολλώνω

ξεριζώνω ένα φυτό, δέντρο, θάμνο κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκολώνω (ἐκ-κολεός, κολλάω -ῶ) = ἀποκολλῶ, ξερριζώνω, ἀποσπῶ ριζικῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξέκοπα (επίρρ)

μίσθωση κτήματος “κατ΄ αποκοπήν”. Η μίσθωση γινόταν πάνω στο σύνολο της σοδειάς του κτήματος, κι ο μισθωτής υποχρεωνόταν να δώσει στο τέλος της συγκομιδής ορισμένο ποσόν σε είδος ή χρήμα. Το ποσό αυτό καθόριζαν οι εκτιμητές. Στις μισθώσεις αυτού του είδους ο μισθωτής σε περίπτωση καταστροφής της σοδειάς από θεομηνία, . . . Περισσότερα

ξεκορούπωτος (ο)

χωρίς σκούφο, χωρίς καπέλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκ(ου)ρούπωτος -η -ο (ἐκ-κόρρη, κορύπτω) = ἀκάλυπτος τὴν κεφαλήν, ξεσκούφωτος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξεκορρούποτος = ξεσκούφωτος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ξεκουκουρίζω

Ξεκουκ(ου)ρίζω (ἐκ-κορέω -ῶ, κείρω) = καθαρίζω, παστρεύω, καταστρέφω νεόφυτον δι᾿ ἀποσπάσεως φύλλων καὶ βλαστῶν.

ξεκουμπίζω – ομαι

Λέμε ξεκουμπίσου, φύγε δηλαδή. Ρήμα αμετάβατο, Οι γλωσσολόγοι πιθανολογούν την προέλευσή του από το αρχαίο εκκομίζω, διώχνω, απομακρύνω (έχει σχέση και με κουμπί!). Γιατί όμως να μη σχετίζεται με το ακουμπίζω (ακουμπώ) και την πρόθεση εκ; Ο Μπαμπινιώτης έχει ρήμα ακουμπάω – ώ. Ο Δημητράκος “ξεκουμπίζω” Λοιπόν ακουμπώ κάπου και . . . Περισσότερα

ξεκουρβουλώνω

κόβω τα κλαδιά ή αποσπάω τα ριζίδια του φυτού, το κάνω κούρβουλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεκουρβ(ου)λώνω (ἐκ-κύβηλις; Ἰ. curvolineo) = κολοβώνω, ἀποκόπτω τοὺς κλάδους καὶ τὰ φύλλα, καθιστῶ «κούρβουλο». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης