Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεκωλιάζω

  1. χαλάω ένα δοχείο από έλλειψη προσοχής, το τρυπάω. Η λέξη γενικεύεται σε πολλά αντικείμενα, σε καθετί που κακοποιούμε ή καταστρέφουμε.
  2. ασελγώ, διαφθείρω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.