ξεκωλιάζω
- χαλάω ένα δοχείο από έλλειψη προσοχής, το τρυπάω. Η λέξη γενικεύεται σε πολλά αντικείμενα, σε καθετί που κακοποιούμε ή καταστρέφουμε.
- ασελγώ, διαφθείρω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!