ξελασκάρω
χαλαρώνω, ανακουφίζομαι, τελειώνω τους κόπους, προσωρινά. “Ε, λίγο ξελασκάραμε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξελασκάρω (ἐκ-Ἰ. lascare) = ἀνίημι, χαλῶ, ἐλαφρύνω τὸ δέσιμον ἢ τὸ ἐνόχλημα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης