Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξελασκάρω

χαλαρώνω, ανακουφίζομαι, τελειώνω τους κόπους, προσωρινά. “Ε, λίγο ξελασκάραμε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξελασκάρω (ἐκ-Ἰ. lascare) = ἀνίημι, χαλῶ, ἐλαφρύνω τὸ δέσιμον ἢ τὸ ἐνόχλημα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.