ξελίνισμα (το)
- χτενίζω το μαγγανιασμένο λινάρι για να φύγουν τελείως τα λινόξυλα
- χτυπώ τις καλαμιές του λιναριού, τις κάψουλες του σπόρου, για να βγει ο λιναρόσπορος. Το χτύπημα γινόταν με χοντρό ραβδί. Ο τόπος που γινόταν το δεύτερο ξελίνισμα, είδος αλωνιού, λεγόταν ξελινίστρα.