Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξελίνισμα (το)

  1. χτενίζω το μαγγανιασμένο λινάρι για να φύγουν τελείως τα λινόξυλα
  2. χτυπώ τις καλαμιές του λιναριού, τις κάψουλες του σπόρου, για να βγει ο λιναρόσπορος. Το χτύπημα γινόταν με χοντρό ραβδί. Ο τόπος που γινόταν το δεύτερο ξελίνισμα, είδος αλωνιού, λεγόταν ξελινίστρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.