Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ξ

ξυπολιάρης

Ξυπολιάρης § ὁ ἀνυπόδητος. Σημ. Τὴν κατάληξιν -άρης προσάπτουσιν οἱ Λευκάδιοι εἸς πολλὰ προσηγορικά, ἵνα ἐκφράσωσι τὴν κλίσιν, ἣν ἔχει τις εἰς τὸ ὑπὸ τοῦ ὀνόματος δηλούμενον, οἷον τὸν ἐπιρρεπῆ εἰς τὸ παιγνίδιον λέγουσι παιγνιδιάρην, τὸν ἐπιρρεπῆ εἰς τοὺς ἀστεϊσμοὺς λέγουσι χωρατάρην· οὕτω καὶ ξεκλιάρην, ’ποθεσάρην, κανακάρην κτλ.

ξυπολισά

Ξ(υ)πολ(υ)σά. Το -ι- ίσα που ακούγεται. Τον έφαγε η ξπολσιά, λέγαμε στο χωριό για τα παιδιά κυρίως που αρέσκονταν να περπατούν ανυπόδητα (καίτοι αυτά διέθεταν παπούτσια) στις λάσπες και τα νερά. Δεν είναι λέξη λευκαδίτικη, ούτε φυσικά καράνικη, αλλά ευρύτατα χρησιμοποιούμενη, ώστε πολιτικογραφήθηκε στο χωριό με την ιδιωματική της προφορά. . . . Περισσότερα

ξυπόλυτος

Ξ(υ)πόλ(υ)τος (ἐξυπόδητος) = ἀνυπόδητος, χωρὶς ὑποδήματα ἢ ἐμβάδας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ο Κριαράς γράφει: ξυπόλυτος, επίθετο μεσαιωνικό εξυπόλυτος (εξ-υπο-λύω) και γραφή ξυπόλητος (με -η-). το ίδιο και ο Σταματάκος, Δημητράκος. Ο δικός μας Λάζαρης εξυπόδητος ο δε Κοντομίχης (σωστά) ως μη λευκαδίτικο το παραλείπει. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα . . . Περισσότερα

ξύστρα

μεταλλικό σύνεργο, πλατύ μπροστά με ξύλινη λαβή, με το οποίο έξυναν το ζυμάρι που κολλούσε στο σκαφίδι, στο πλαστήρι και στον πλάστη, ύστερα από κάθε ζυμωσιά. Σε κατγρ. του 1751, Νο 175, διαβάζομε: “ξύστρα, οπού ξούνε το σκαφίδι”. Σε άλλη του 1724: “μία ξύστρα δια ζυμάρι”. Από τη σειρά βιβλίων . . . Περισσότερα

ξυφαίνω

τελειώνω το υφαντό στον αργαλειό. Τότε έκοβαν τα διασίδια με το ψαλίδι. Μια λαϊκή πρόληψη: “Την ώρα αυτή να μην είναι κανείς πάνω στο σπίτι, γιατί θα κοβόταν η ζωή του΄”. Όταν το υφαντό ήταν λινό το πήγαιναν στη θάλασσα ή στο λαγκάδι για να το λευκάνουν. Το είχαν δε . . . Περισσότερα

ξύφαλος

το φυτό ξυλαλόη, κοινώς αγάλοχον Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ξώδερμα ή ξώθερμα (επίρρ.)

επιπόλαιος τραυματισμός, εξωδερμικός. φράση: “με πήρε η σφαίρα ξώδερμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξώδερμα καί ξώθερμα /ἐπίρ./ (ἔξω-δέρμα) = ἐξωδερμικῶς, ἐπιπολαίως, ξώπετσα, ἀκροθιγῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξωθιός (επίρρ.)

ευχετικό = κακό μην πάθεις. φράση: “Μπα ξωθιός σου, παλικαράκι μου!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξωθιὸς (ἔξωθί σου) = κακὸ νὰ μὴν πάθῃς, μακρυὰ ἀπὸ σένα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ευχετικό, κακό να μη σου συμβεί. Το “ξω” είναι κατά τον Μπαμπινιώτη “αχώριστο μόριο ως . . . Περισσότερα

ξωκάπ΄λα (επίρρ.)

όταν κανείς κάθεται στα καπούλια του υποζυγίου. φράση: “Ο πατέρας μου καθόταν στο σαμάρι του αλόγου μας και εγώ ξωκάπλα”. Το λένε και πισωκάπουλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξωκάπ(ου)λα /ἐπίρ./ (ἔξω-Λ. scapula) = β. λ. Πισωκάπουλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξώκαρδα

Ξώκαρδα /ἐπίρ./ (ἐκ, ἔξω-καρδία) = χωρὶς ἐγκαρδιότητα, χωρὶς ἐνθουσιασμόν, ἀδιαφόρως, ψυχρῶς.

ξωμπλιάζω

Ξωμπλιάζω: (εκ + πίμπλημι = είμαι πλήρης) = αδειάζω, συνεκδοχικά κατηγορώ, κουτσομπολεύω.

ξωτικό (το)

απαντά κυρίως στον πληθυντικό = φαντάσματα, δαιμονικά της λαϊκής φαντασίας, τα στοιχειά.

ξώφαλτσα (επίρρ.)

μόλις και με έθιξε, με πήρε ξώδερμα, επιπόλαια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξώφαλτσα (ἔξω-Ἰ. falso) = ἀκροθιγῶς, κατ᾿ ἐφαπτομένην, ἐπιπολαίως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης