Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξελωβιάζω

Στους αρχαίους και βυζαντινούς, λωβή (η) και νεώτερα, λώβα (η) είναι η λέπρα. Μεταφορικά το ρήμα ξελωβιάζω (σ εμάς) σημαίνει καθαρίζω σχολαστικά κάποιον (ξεκατελώνω). Λέμε, που να το ξελωβιάσεις (αυτό το παιδί) έτσι βρώμικο που είναι! Κόλλησε δηλαδή η βρώμα πάνω του σα λεπιδωτή επιδερμίδα λεπρού και θέλει ξελέπιασμα.
πιθανώς με τη λώβα να σχετίζεται και το παρατσούκλι (Κατωποδέικο) Λώβλος).
Από τη λώβη, που σημαίνει πρωταρχικά κακοποίηση, βλάβη, προέρχεται και το γνωστό αλώβητος, που σημαίνει αυτόν που έμεινε αβλαβής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.