ξελωβιάζω
Στους αρχαίους και βυζαντινούς, λωβή (η) και νεώτερα, λώβα (η) είναι η λέπρα. Μεταφορικά το ρήμα ξελωβιάζω (σ εμάς) σημαίνει καθαρίζω σχολαστικά κάποιον (ξεκατελώνω). Λέμε, που να το ξελωβιάσεις (αυτό το παιδί) έτσι βρώμικο που είναι! Κόλλησε δηλαδή η βρώμα πάνω του σα λεπιδωτή επιδερμίδα λεπρού και θέλει ξελέπιασμα.
πιθανώς με τη λώβα να σχετίζεται και το παρατσούκλι (Κατωποδέικο) Λώβλος).
Από τη λώβη, που σημαίνει πρωταρχικά κακοποίηση, βλάβη, προέρχεται και το γνωστό αλώβητος, που σημαίνει αυτόν που έμεινε αβλαβής.