ξέλεξη (η)
εξηγήσεις που δίνονται για να λυθεί μια παρεξήγηση. “Δεν έμαθες τίποτες; Είχαμε όλη νύχτα ξέλεξες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξέλεξη /ἡ/ (ἐξέλεγξις) = ἀμοιβαία ἐξήγησις μεταξὺ διαφωνούντων ἢ διενεχομένων: «εἴχανε γυιὲ μ᾿ ξελέξες ὅλο τ᾿ ἀπόγιωμα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τα κουτσομπολιά, η δημιουργία κουτσομπολιών από το τίποτα.
πληθ.: οι ξέλεξες
βλ ξελέχω
Κάλαμος – Ρέα Μανωλάτου