ξελουπινίζω
Ξελ(ου)π(ι)νίζω (ἐκ-λοπιάω) = ξεφλουδίζω, ἀφαιρῶ διὰ τῶν χειρῶν τὸ ἡμίχλωρον περίβλημα ὀσπρίων.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξελ(ου)π(ι)νίζω (ἐκ-λοπιάω) = ξεφλουδίζω, ἀφαιρῶ διὰ τῶν χειρῶν τὸ ἡμίχλωρον περίβλημα ὀσπρίων.