ξελέχω (ρ)
είτε κουτσομπολευω κάποιον που δεν είναι παρών, είτε τον ξελέχω μπροστά του, δηλ. του γκρινιάζω συνέχεια.
βλ. ξέλεξη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
είτε κουτσομπολευω κάποιον που δεν είναι παρών, είτε τον ξελέχω μπροστά του, δηλ. του γκρινιάζω συνέχεια.
βλ. ξέλεξη