Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ξ

ξε

Ξε. Ἡ πρόθεσις ἐκ καὶ ἐξ ὡς πρῶτον συνθετικὸν λέξεων ἀρχομένων ἀπὸ συμφώνου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξὲ πρόθ. εὔχρ. ἐν συνθέσει, § ἐξ. Π. ξεφεύγω = ἐκφεύγω. Σημ. Ἐγένετο κατὰ μετάθεσιν. Οἱ Κύπριοι λέγ. ξη· ὡς ξηβοτανίζω ἀντὶ ξεβοτανίζω (Φιλίστ. Δ’. 433).

ξεβγαίνω

μεγαλώνω, αναπτύσσομαι. Λέγεται για τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά ακόμη: “Ε, τώρα μεγάλωσε το παιδί, εξεβήκε”. Για τις κοπέλες όμως έχει διαφορετική έννοια: “Εξεβήκε κι αυτή λίγο …”, δηλ. εξέφυγε κάπως από την αυστηρή επιτήρηση των γονιών της. Για τα φυτά και τα ζώα = το πήραν απάνω . . . Περισσότερα

ξέβγαλμα

ξέβγαλμα, (ὅταν ἐξάγωνται τὰ ζῷα εἰς τὴν βοσκήν), χρονικό μέτρον βλ. και μισουρανὴς ἢ μισουρανὶς

ξεβγάνω

συνοδεύω, κατευοδώνω κάποιον, που πρόκειται να ταξιδέψει, ή κάποιον που φιλοξένησα σπίτι μου. ξεπλένω με καθαρό νερό τα ρούχα της μπουγάδας ή ρούχα απλώς σαπουνισμένα. παρασέρνω κάποιον στον κακό δρόμο, στην ανηθικότητα. λέξεις: ξέβγαλμα, ξεβγαλμένος, -η. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεβγάνω (ἐκ-βάλω) = προπέμπω ἀναχωροῦντα, χειραφετῶ, . . . Περισσότερα

ξεβδέλιασμα (το)

αηδής, σιχαμερός, τιποτένιος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεβδέλιασμα /τὸ/ (ἐκ-βδέλυγμα) = ἄτομον βδελυρόν, ἀηδές, ἀτροφικόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεβέλασμα (το)

ο τιποτένιος, ο ανήθικος, ο άνανδρος. Η λέξη αποτελεί βρισιά: “Μωρέ ξέβέλασμα του κεράτα, με μένα θα τα βάλεις τώρα;” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεβέλασμα = ξέρασμα, βρισιά, πού σημαίνει καί ἀπόβρασμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ξεβρακώνω (μτφ)

ντροπιάζω, ρεζιλεύω δημόσια κάποιον, αποκαλύπτω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεβρακώνω (ἐκ-Ἰ. brache) = ἀποσπῶ τὴν σκελέαν, ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω αἴσχη ἢ ἐπίμεμπτον ἐνέργειαν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεβράκωτος -η -ο

αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, δηλ. ο πάμφτωχος. Οι παλιοί έλεγαν: “Είμαι φτωχός αλλά περήφανος, εγώ της έδωκα την προίκα της, όχι σα μερικούς που τι παντρεύουν ξεβράκωτες”. φράσεις: “Την πήρε ξεβράκωτη” – “αυτός δα, ξεβρακώθηκε”, δηλ. αποκαλύφθηκε, φάνηκε η παλιανθρωπιά του Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

ξεγαιματίζω -ομαι

χάνω το αίμα μου εξ αιτίας αιμορραγίας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγαιματίζω (ἐξ-αἷμα) = ἐξαντλῶ τὸ αἷμα, καθιστῶ ἔξαιμον δι᾿ αἱμορραγίας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεγαναχτάω

Ξεγαναχτάω (ἐξ-ἀγανακτῶ) = καταπραΰνομαι, ἀνακουφίζομαι, ξεκουράζομαι.

ξεγανάχτια (η)

ανακούφιση, συμπαράσταση, βοήθεια. φράση: “Πότε να μεγαλώσ΄νε τα παιδιά μου να ιδώ κι εγώ λίγη ξεγανάχτια” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγανάχτια /ἡ/ (ἐξ-ἀγανακτῶ) = κατευνασμός, ἀνακούφισις, ἄνεσις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ανακούφιση. Από την ξε (κε) και αγαναχτώ. Παύω να γαναχτώ. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα . . . Περισσότερα

ξεγένομαι

αδυνατίζω απελπιστικά, αποκάμνω, είμαι στα πρόθυρα του θανάτου. φράση: “εξεγίν΄κε μπιτ”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγένομαι (ἐκ-γίγνομαι) = ἀπογίνομαι, γίνομαι ἀγνώριστος ἐπὶ τὰ χείρω, περιπίπτω εἰς ἐπιθανάτιον κῶμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεγίγκλωτος -η -ο

το ζώο που δεν έχει γίγκλες, ο άνθρωπος ο ασυγκράτητος, η γυναίκα η ξεδιάντροπη, η απολυμένη. Δημ. τραγ. (λαϊκοσατυρικό): “Στου χωριού το πανηγύρι / το χορό ποιος θα τον σύρει; / … θα τον σύρουν οι νυφάδες / σαν ξεγίγκλωτες φοράδες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγίγκλωτος . . . Περισσότερα

ξεγκαρδίζω -ομαι

πέφτω σε ατονία, αποκάμνω. φράσεις: “με ξεγκάρδισε ο χριστιανός μου με το λέγε-λέγε” – “εξεγκαρδίστηκα στα γέλια” – όσο να γίνει το φαΐ να φάμε, εξεγκαρδιστήκαμε” – “εξεγκαρδίστηκα από την πείνα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγκαρδίζω (ἐξ-ἐν-καρδία) = ἀποκαρδιώνω, προκαλῶ ἀτονίαν ἢ κάρωσιν. Τα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

ξεγλάστρα (η)

τόπος γλιστερός, πλακόστρωτος, ολισθηρός. Λέγεται και ξελάστρα = πολύ φτωχό έδαφος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγλάστρα (ἐκ-λιστρῶ, Ἰ. lastra) = ἔδαφος ἐπίπεδον, τόπος ὁμαλὸς καὶ ἄδενδρος, δάπεδον ὀλισθηρόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεγνοιάζω

Ξεγνοιάζω, οὐδ. § ἄφροντίς εἰμι. Σημ. Ὁ Βυζ. γράφει ξεννοιάζω (ἴδ. ἀξέγνοιαστος).

ξεγοβάρωμα

Ξεγοβάρωμα /τὸ/ (ἐκ-Ἰ. gobba, Λ. vivarium) = ξεφόρτωμα ἐπαχθοῦς ὑποθέσεως, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ δυσχερείας (βλ. λ. ξεϊβάρωμα).

ξεγοφιάζω -ομαι

πέφτω και χτυπώ τους γοφούς μου. φράσεις: “Εγλίστρησα στο σαλίτζο και έπεσα και ξεγοφιάστηκα” – “Εσήκωνα κάτι μεγάλες πέτρες και ξεγοφιάστηκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης   Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεγύρισε

Γέρεψε. Ξεγυρίζω κατά τον Μπαμπινιώτη είναι ρήμα αμετάβατο, επανακτώ την υγεία μου, αρχίζω να αναρρώνω. Λέμε κι εμείς: “Ξεγύρισε το πρόσωπο του, είναι γερός, γέρεψε”.

ξεδιαλεούρια (τα)

τα απομεινάρια, τα ξεδιαλυμένα πράγματα (χόρτα, μήλα, ψάρια, κλπ.). “Έχει ψάρια ο τάδε;” – “μπα, κάτι ξεδιαλεούρια του μείνανε” – “Τις ελιές τις μαζέψαμε, μας έμειναν όμως κάτι ξεδιαλεούρια”.

ξεδιαλύνω

ξεκαθαρίζω, κανονίζω, διευθετώ: “έλα τώρα να ξεδιαλύνουμε τη διαφορά μας” – “Αυτά όλα πρέπει να τα ξεδιαλύνομε” – “‘Επρεπε από πριν να ξεδιαλύνουμε τις διαφορές μας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεδιαλύνω (ἐκ-διαλύω) = ἀποκαθαίρω, διαυγάζω, ξεκαθαρίζω, διευθετῶ διένεξιν δι᾿ ἐξηγήσεων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεζ΄γάζω

μισοβράζω τα χάβαρα ή τα μύδια. Οι νοικοκυρές τα ξέζγαζαν στο τηγάνι με νερό πριν τα βάλουν στην πινιάτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεζ(υ)γάζω (ἐκ-ζεῦγος, Β. ζέχα, Ἀλ. ζέκ-γου) = μισοβράζω θαλάσσια δίθυρα (χιβάδια, μύδια κ.τ.ὃ.) διὰ ν᾿ ἀνοίξουν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεζβερκιάζω

Απειλή: “θα σε ξεζβερκιάσω”. Σ(ζ)βέρκο (προφέρουμε ζβέρκο) και αρχαία ο σβέρκος, είναι ο αυχένας ανθρώπου ή ζώου. Ή το πίσω μέρος του λαιμού. Οι ειδικοί λένε πως προέρχεται απ΄ το αλβανικό zverk. Η πρόθεση εκ(εξ) επιτείνει την έννοια του χτυπήματος που γίνεται με την παλάμη στον αυχένα (σβερκιά). Γνωστή και . . . Περισσότερα

ξεζεύω

Ξεζεύω (ἐκ-ζευγνύω) = ἀποζευγνύω, ἀπαλλάσσω τῆς ζεύξεως ὑποζύγιον.

ξεζορκιάζω -ομαι

απογυμνώνω, γδύνω -ομαι τελείως, μένω ζόρκος μτφ.: ντροπιάζω, (βλ. ξεβρακώνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεζορκιάζω (ἐκ-δορκάς, ζορκὰς) = ἀπογυμνῶ, γδύνω τελείως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξεζορκιάζω = ἀπογυμνώνω, ξεζορικάστηκε (ξεγυμνώθηκε). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ξεθ(η)λυκώνω

ξεθηλυκώνω Ξεκουμπώνω, λύω την θηλιά, τον κόμπο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεθ(η)λυκώνω (ἐκ-θῆλυ) =  λύω κόμβον ἢ δεσμόν, ξεκουμβώνω, ἐκπορπῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης