Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

(Σε δυο) μποσούς

Δηλαδή σε δυο ποσότητες, μέρη. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ποσό(ν), που κατά την γραμματική, είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αόριστης επιθετικής αντωνυμίας ποσός -ή -όν (αντίστοιχης της ερωτηματικής), η ποσότητα. Η μηχανή της γλώσσας έπλασε τον (αδόκιμο γραμματικά) τύπο στον πληθυντικό (μ)ποσούς, με την προσθήκη σε μας του -μ- (από . . . Περισσότερα

(τ΄) αψήλου

ψηλά, στο αέρα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: τα γενικοφανή επιρρήματα ή οι γενικοφανείς επιρρηματικές εκφράσεις, άλλοτε ελληνικής και άλλοτε δάνειας προέλευσης, είναι συνηθέστατες στις γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων (π.χ. δελέγκου, του μάκρου, μονοτάρου, απίκου κ.ά.). Στη νεοελληνική κοινή επιβιώνουν . . . Περισσότερα

(τα ΄βγαναν) ξεκολλωτά

τα ξερίζωναν. Για το πώς έβγαζαν τα όσπρια από τα χωράφια. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

(τα) πορτοκάλια (παιχνίδι)

παιχνίδι. Παίζοταν στατικά (χωρίς κυνηγητά), ανήκει εν μέρει στα τυχερά παιχνίδια και είναι εποχικό, παίζοταν κυρίως τους μήνες Δεκέμβρη και Γενάρη και ιδιαίτερα τις ημέρες του δωδεκαημέρου στις γιορτές. Παίζοταν με 2 τουλάχιστον παίχτες. Έστηναν σε κάποια άκρη ένα πορτοκάλι σε απόσταση 1-2 μέτρων και το σημάδευαν με τη σειρά . . . Περισσότερα

Ἄ. ἐπίρρ. παρακελ. §ἄγε. Π. ἄ νὰ φύγουμε = ἄγε φύγωμεν. Σημ. 1. Οἱ Λευκάδιοι λέγουσι καὶ ἄε ἀντὶ ἄ. Π. ἄε νὰ φύγουμε· ὅπερ ἐγένετο ἀφαιρέσει τοῦ Γ ἐκ τοῦ ἄγε (ἴδε Συλλαβ. 3)· ὥστε ἔχομεν ἄγε, ἄε καί, ἐκ τούτου ἄ. (Σύλλαβ. 5). Σημ. 2. Δὲν ἤθελε σφάλει . . . Περισσότερα

α (επιφων.)

Μπαίνει σε ποικίλες φραστικές αποχρώσεις, πχ. άβαθος=ρηχός, πηγάδι άβαθο, λαγκάδι άβαθο κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Δεν πρόκειται για επιφώνημα, αλλά για το γνωστό στερητικό α– της διαχρονικής ελληνικής (Π.Γ. Κριμπάς)

α ή άε ή χάει (επιφών. παρακελευστικό)

Από το αρχαίο “άγε  = εμπρός, έλα”. “Χάει νυφούλα μ΄, στο καλό και να σε ιδούν καληώρα”. (δημ.). 2) δηλωτικό απειλής. φρ. “άει φύγε από δω γιατί, θα φας ξύλο”. 3) δηλωτικό κατάφασης. φρ. “Μήπως είδες τ΄άλογο μου; – Χάει το είδα”. 4) υποθετικό = εάν, αν, αποβάλει όμως το . . . Περισσότερα

α-κόντο

η καταβολή έναντι χρέους λογαριασμού, έναντι δόσης. Σε χργρ. (λογαριασμός εσόδων-εξόδων) του 1744 κατοίκου της Χώρας διαβάζομε: “έδοσα ακόντο δια την ρόγα (=μισθός υπηρέτη) της αυτής (δουλεύτρα) μονέδα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀκόντο:  (Ἰ. acconto) = ἐπὶ λογαριασμῷ, προσθέτως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

α-λα-σκάγια (επίρρ.)

με αναρριχτό το πανωφόρι ή το σακάκι στον έναν ώμο: “Έριξε τη χλαίνη α-λα-σκάγια κι έφυγε” – “έβαλες το σακάκι σου, βλέπω, α-λα-σκάγια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλασκάγια:  /ἐπίρ./ (ἀλύσκω, ἀλυσκάδην) = ἀνάρριχτα, ἐπὶ τῶν ὤμων. «ἔρξε τὸ σουρτοῦκο τ’ ἀλασκάγια καὶ πάει». Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

α-προπόζιτο (a proposito)

η απόφαση, η πρόθεση. (απροπόζιτο) Η λέξη προτάσσεται κάποιας συζητήσεως, κάποιου θέματος, π.χ. ας έρθουμε στο θέμα μας τώρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το ιταλ. a proposito ή το βενετ. a propòsito (= επί τη ευκαιρία). (Π.Γ. Κριμπάς)

α, μπα (επίρρ.)

ρωτάμε με επιφυλακτικότητα – και συμπληρώνουμε με το όχι: “Θα πας στη συναυλία; – Αμπά …” – “Ήσουνα κι εσύ εκεί που έγιναν τα επεισόδια; Α-μπα, όχι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Το ελλ. μπα θα μπορούσε να προέρχεται από το ιταλ. ba(h), επιφώνημα που σημαίνει . . . Περισσότερα

α(γ)πανωθιός (ἀπανωθιὸ(ς)) (επίρρ.)

επάνω, από πάνω του στέκει με πολλή στοργή και ελπίδα εκείνος που φορτικότατα, ενοχλητικά στέκει δίπλα (πάνω) από τον άλλο. “Πήγαινε, παιδάκι μου, και λίγο πιο πέρα, τι στέκεσαι αγπανωθιός μου!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπανωθιὸ(ς):  /ἐπίρ./ = ἐπάνωθεν, μετὰ στοργῆς, τὸ προστατεύειν τινὰ μετ’ ἀδιαπτώτου . . . Περισσότερα

α(ε)γγαστρωμένη, η

Α(ε)γγαστρωμένη, η: (μτχ. παθ. παρακ. του α(ε)γγαστρώνω) = η εγγαστρωμένη (εν γαστήρ). Επίσης (εν +κύω) = εγκύμων = έγκυος, εγγαστρωμένη. Ετυμ. ρίζα κυ-, εξ ου κύλιξ, κύαθος, κύκαρη, κύμα, κύτος =κοιλότης, κ.λ.π. αγγαστρωμένη

αβαβά

θωπεύω, καλοπιάνω Εδώ Πόρος – Ν. Ζαβιτσάνος Ετυμολογική σημείωση: λέξη της νηπιακής γλώσσας (Π.Γ. Κριμπάς)

αβάκα (η)

η λέξη χρησιμοποιείτε κυρίως στα τυχερά παιχνίδια. φρ. “τάχομε αβάκα” = παίζουμε συνεταιρικά από κοινού· ισότοπη κατάθεση χρημάτων, συμφωνία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάκα:  /ἡ/ (Ἄβαξ, Ὶ. abaco) = ἀπὸ κοινοῦ, συνεταιρικῶς (μεταξὺ συμπαικτῶν τυχηρῶν παιγνίων). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η αναγωγή της . . . Περισσότερα

αβάλη (η)

μικρό λιμάνι, βαθύ και υπήνεμο. Η παρήχηση των λέξεων και η γλήγορη συμπροφορά τους δημιουργεί …αστεΐσμόν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάλη:  /ἡ/ (ἀ – βάλλω. Ὶ. avalloΣ. οὐβάλα) = ὁρμίσκος, βαθύπεδον, ὑπήνεμον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Τα ελλ. ἀ– + βάλλω δεν θα . . . Περισσότερα

αβανιά (η)

βλάβη, συκοφαντία, ρετσινιά, φρ. “μου κόλλησαν μια αβανιά” ή “μ΄αφήνουν εμένα οι αβανιές των παλιανθρώπων να προκόψω;” – “έπεσα σε αβανιές και την έπαθα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανιὰ:  /ἡ/ (Ἰ. avania) = ἀδίκημα, παρεκτροπή, λαθροχειρία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Με βρήκε ή σε βρήκε . . . Περισσότερα

αβανίστρα

(ιδμ) συκοφάντισα, κακόγλωσση (μτφρ το Ιτλ avania = καταδυνάστευση, υπερβολή) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: Βλ. και αβανιά (Π.Γ. Κριμπάς)

αβάντα (η)

βοήθεια, στήριγμα. φρ. “βάστα μου αβάντα”. Συχνά έχει επίμεμπτη σημασία. φρ. “αυτός έχει πολλές αβάντες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάντα:  /ἡ/ (Ἰ. avanti) = ἐπικουρία, ἐνίσχυσις, ὄφελος, κέρδος (οὐχὶ ἀμέμπτου ἐνίοτε προελεύσεως). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το ιταλικό avanti, που θα πει εμπρός ή . . . Περισσότερα

αβανταγκιόζος (ο)

ωφέλιμος, χρήσιμος, πλεονεκτικός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανταγκιόζος -α -ο:  (Ἰ. avvantagiuso) = ἐπωφελής, ἐπικερδής, πλεονεκτικός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογικό σχόλιο: Ο ορθός τύπος της ιταλικής λέξης είναι avvantagioso και όχι *avvantagiuso που αναφέρει ο Χ. Λάζαρης (Π.Γ. Κριμπάς)

αβανταδόρικος (ο)

ο με ύποπτους τρόπους ενεργών = αβανταδόρικα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογικό σχόλιο: Από το ουσ. αβάντα < ιταλ. avantare (υποχωρητικός σχηματισμός) + –(α)δόρος < βενετ. –(a)dòr + –ικος (Π.Γ. Κριμπάς)