αβανταδόρικος (ο)
ο με ύποπτους τρόπους ενεργών = αβανταδόρικα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογικό σχόλιο:
Από το ουσ. αβάντα < ιταλ. avantare (υποχωρητικός σχηματισμός) + –(α)δόρος < βενετ. –(a)dòr + –ικος
(Π.Γ. Κριμπάς)