Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αβανταδόρικος (ο)

ο με ύποπτους τρόπους ενεργών = αβανταδόρικα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογικό σχόλιο:
Από το ουσ. αβάντα < ιταλ. avantare (υποχωρητικός σχηματισμός) + –(α)δόρος < βενετ. –(a)dòr + –ικος

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.