βρυτσούλα (η) και βροτσίλα
μικρό εξάνθημα (κορφούλα) αλλεργικής ή άλλης αιτίας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βρυτσοῦλα /ἡ/ (βρύον, βρύσις) = ἱδρωτικὸν ἐξάνθημα, δρωτσίλα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βρυτσούλα, βροτσίλα = ἐξάνθημα, ἑστία ἀπό μικρά σπυράκια πού σχηματίζεται στό σῶμα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής