βρεχτάρι -ια
όσπρια -κυρίως κουκιά- ξερά που τα ΄βαναν στο νερό αποβραδίς στο μόσκιο (=στο νερό) για να μαλακώσουν και να τα φάνε έτσι ωμά. Το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας και της Μεγάλης Εβδομάδας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βρεχτάρι -α /τὸ, τὰ/ (βρέχω) = ξηρὰ κουκιὰ διαβρεχόμενα ἐντὸς ὕδατος ἀφ’ ἑσπέρας διὰ νὰ φαγωθοῦν ὠμὰ κατὰ τὴν Καθαρὰν Δευτέραν καὶ Μ. Ἑβδομάδα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βρεχτάρια = μουσκεμένα ὄσπρια πού τρῶνε κατά τήν Καθαρή καί Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής