γκάρδης (ο)
- το βλαστάρι του κρεμμυδιού, το σκαμπαύλι.
- η λεπτή βέργα από ξύλο ή καλάμι, που μπαίνει στην αντίστοιχη επιμήκη αυλακιά που έχει το αντί του σπιτικού αργαλειού και συγκρατεί τις άκρες των νημάτων.
- γκάρδης λέγεται και το κεντρικό βλαστάρι, ο καυλός, της δρακοντιάς. Ο Βαλαωρίτης (Αθανάσιος Διάκος, σχόλια) επισημαίνει: “Τίνες πιστεύουν ότι την αυτής ιδιότητα (με το φειδοχόρτι) έχει και η δρακοντιά, φυτόν περικλείον εντός πρασινωπής θήκης, καυλόν ερυθροειδή, κοινώς λεγόμενον γκάρδην.. Ο καυλός ούτος αποεφρούμενος είναι αντιφάρμακον, του ιού των όφεων.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκάρδης /ὁ/ (ἐν-καρδία) = τὸ κεντρικὸν ἀνθηφόρον ἔκφυμα τοῦ κρομμύου, κρεμμυδοβλάσταρο, σκαμπαῦλι, ὁ λεπτὸς ραβδίσκος ὅστις παρεντιθέμενος εἰς ἀντίστοιχον αὐλάκιον ποὺ ἔχει τὸ «ἀντὶ» συγκρατεῖ τὸ ἄκρον τῶν νημάτων εἰς τὸν ἀργαλειόν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γκάρδης = ὁ τρυφερός σποροβλαστός τοῦ κρεμμυδιοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
᾿Γκάρδις, οὕτω καλεῖται τὸ σύμπλεγμα τῶν τρυφερωτέρων φύλλων φυτοῦ τινος, τῶν μηκέτι ἀναπτυχθέντων καὶ ἐκτυλιχθέντων. § τὸ κρεατῶδες ἐνδόμυχον μέρος τοῦ κέρατος τῶν ζῴων.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἐγκάρδιος, ὡς τὸ Δημήτρις ἐκ τοῦ Δημήτριος κτλ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου