Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δικάει (απρόσ.) και δικάω

φτάνει, αρκεί, επαρκεί.

φράση: “με δικάει αυτό”. “Το ψωμί που έχομε δεν μας δικάει”.
Δημ. τραγούδι: ” … Κι α δε δικήσουνε κι αυτά, δίνω και το σαγιά μου …” (Ι.Ν. Σταματέλος, Σύλλαβος Λευκαδίτικης Διαλέκτου, σελ 408).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δικάω (δικαιόω-ῶ) = ἱκανοποιῶ, ἐπαρκῶ, φθάνω ποσοτικῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Με δικάει.
Δικάω και δικώ, δημ. εξαρκώ, επαρκώ. Είμαι αρκετός, φτάνω για κάτι.

Παροιμία: “Κι αν δε δικήσουν τ΄ άσπρα μου (τα χρήματά μου) πουλώ και τ΄ άλογο μου”. ‘Η “ο μιστός μου δε μου δικάει ούτε να φάω” (λέξη Δημητράκου).

Με την παρατήρηση ότι σε μας η γενική “μου” γίνεται αιτιατική “με”. Έτσι λέμε: “Δε με δ(ι)κάει … δε με φτάνει …” και στην απόδοση έχουμε “με”.
Αναλόγως και ο άλλος ιδιωματισμός. Αντί πεινάω, διψώ, έχουμε περιφραστικά: με πεινάει, με διψάει.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Δικάει = μέ φτάνει, δέν μέ δικάει, δέν μέ φτάνει.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Δικάω § ἐξαρκῶ· συνήθ. τριτοπρόσ. Δικάει = εἶνε ἀρκετόν. Π. κῂ’ ἄ’ δε’ δικήσουνε κῂ αὐτά, δίνω καὶ τὸ σαγιά μου (ᾆσμα 12).

Σημ. ἐκ τοῦ Δίκαιος =  ἴσος, δεξιός, σωςός, ἀρκετός.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Δ’κάει: δ(ε)κάει = επαρκεί και δεν δ’κάει = δεν επαρκεί, εκ του ρ. δεκατεύω ή δεκατόω=λαμβάνω παρά τινος το δέκατον, την γνωστήν δεκάτην. (Δέκομαι ιων. και αιολ. αντί δέχομαι).

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


 

(2) Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.