γιώσιμο (το)
σκούριασμα κάλκινου ή σιδερένιου σκεύους. “Έγιωσαν τα κουτάλια μας, θέλουν καλάισμα” (τότε που χρησιμοποιούσαν σιδερένια κουταλοπήρουνα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
γιώσιμο (τό): σκούριασμα, ὀξείδωση, ἀποκασσιτέρωση χύτρας.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Γιώσιμο = σκούργιασμα, ὀξείδωση, ἀποκασσιτέρωση χύτρας ἀπό χάλκημα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής