Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γομάρι (το)

ο γάιδαρος και μεταφορικά ο άνθρωπος ο ασυνεπής, ο ασυνείδητος, ο αμετανόητος, ο βλάκας.
“Ασ΄τον αυτόν, είναι γομάρι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γομάρι /τὸ/ (γόμος, γομόω Ἀλβ. γομάρε-jα) = ὄνος, γάϊδαρος, ὑποζύγιον φόρτου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γομάρι = γαϊδούρι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.