γίγκλα (η)
- τρίχινη ταινία – ιμάντας, που περιζώνει το θώρακα του ζώου πίσω από τα μπροστινά του πόδια κι έτσι στερεώνει με ασφάλεια το σαμάρι στη ράχη του υποζυγίου. Η γίγκλα είναι εξάρτημα του σαμαριού.
- τρίχινη λουρίδα με την οποία δένουν τα ομόστοιχα πόδια του αλόγου (μια δεξιά – μια αριστερά) για να μαθαίνει ρυθμικό και στρωτό βάδισμα, το λεγόμενο “αραβάνι“. Τα άλογα αυτά τα λένε αραβανιάρικα. μεταφορικά: αραβανιάρικες λένε στο νησί τις ζωηρές και καλοπερπατούσες γυναίκες στα χωριά. Τις πιο ελεύθερες, μάλιστα, τις λένε “ξεγκίλωτες“. φράση: “Βάλτ΄ς γίγκλες, γιατί θα τ΄νε χάσεις”, δηλ. μάζεψε της τα λουριά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γίγκλα /ἡ/ (Ἰ. ginghia. Λ. vinculum) = τριχίνη ταινία δι’ ἧς προσδένονται οἱ ὁμόστοιχοι πόδες τῶν ὑποζυγίων (μία δεξιά, μία ἀριστερά, πρὸς ἐκμάθησιν τοῦ βαδίσματος «ἀραβάνι»), ὁ δερμάτινος ἢ τρίχινος ἱμὰς ὅστις περιβάλλων τὸν θώρακα τοῦ ὑποζυγίου ὄπισθεν τῶν προσθίων ποδῶν στερεώνει τὸ σάγμα ἐπὶ τῆς ράχεώς του.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γίγκλα = στενόμακρη πλεχτή ἤ δερμάτινη λουρίδα πού μοιάζει μέ ζώνη καί συγκρατεῖ τό σαμάρι στά ὑποζύγια καί περνάει κάτω ἀπ᾿ τό στῆθος τους.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής