Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γίγκλα (η)

  1. τρίχινη ταινία – ιμάντας, που περιζώνει το θώρακα του ζώου πίσω από τα μπροστινά του πόδια κι έτσι στερεώνει με ασφάλεια το σαμάρι στη ράχη του υποζυγίου. Η γίγκλα είναι εξάρτημα του σαμαριού.
  2. τρίχινη λουρίδα με την οποία δένουν τα ομόστοιχα πόδια του αλόγου (μια δεξιά – μια αριστερά) για να μαθαίνει ρυθμικό και στρωτό βάδισμα, το λεγόμενο “αραβάνι“. Τα άλογα αυτά τα λένε αραβανιάρικα. μεταφορικά: αραβανιάρικες λένε στο νησί τις ζωηρές και καλοπερπατούσες  γυναίκες στα χωριά. Τις πιο ελεύθερες, μάλιστα, τις λένε “ξεγκίλωτες“. φράση: “Βάλτ΄ς γίγκλες, γιατί θα τ΄νε χάσεις”, δηλ. μάζεψε της τα λουριά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γίγκλα /ἡ/ (Ἰ. ginghia. Λ. vinculum) = τριχίνη ταινία δι’ ἧς προσδένονται οἱ ὁμόστοιχοι πόδες τῶν ὑποζυγίων (μία δεξιά, μία ἀριστερά, πρὸς ἐκμάθησιν τοῦ βαδίσματος «ἀραβάνι»), ὁ δερμάτινος ἢ τρίχινος ἱμὰς ὅστις περιβάλλων τὸν θώρακα τοῦ ὑποζυγίου ὄπισθεν τῶν προσθίων ποδῶν στερεώνει τὸ σάγμα ἐπὶ τῆς ράχεώς του.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γίγκλα = στενόμακρη πλεχτή ἤ δερμάτινη λουρίδα πού μοιάζει μέ ζώνη καί συγκρατεῖ τό σαμάρι στά ὑποζύγια καί περνάει κάτω ἀπ᾿ τό στῆθος τους.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.