Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατάλικος -η -ο

ο αδύνατος, ο λίγο καχεκτικός. “Το παιδί είναι ακόμα ατάλικο για την ώρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτάλ(ι)κος -η -ο (ἀτάλλω-ἀταλὸς) = τρυφερός, εὐπαθής, εὔθραστος, χωρὶς ἀντοχήν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀτάλικος = ἀδύνατος, λεπτοκαμωμένος, εὐπαθής.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.