ἀσυνιάρω καί συνιάρω 23 Σεπ, 2017 Α 0 Σχόλια 0 Ἀσυνιάρω καί συνιάρω = νοιώθω, καταλαβαίνω, ὑποθέτω. βλ. και σενιάρω