απίκ(ου)πα ή απίκπα (επίρρ.)
ανάποδα πεσμένο κάτι.
“Βάλε το δοχείο απίκουπα, να στραγγίσει καλά το λάδι” – “Βάλε την παδέλα απίκ΄πα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπίκουπα: /ἐπίρ./ (Ἰ. appie-coppa) = ἀναστρόφως, μὲ τὸ στόμιον πρὸς τὰ κάτω (λέγεται ἐπὶ δοχείων καὶ ἀγγείων).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αναποδογυρισμένο σκεύος. Και το ρήμα από (κου) πάω και -ίζω.
Η λέξη από το λατινικό, ιταλικό cupa, ποτήρι (και την πρόθεση από που εδώ γίνεται απί). Η κούπα επικράτησε του ποτηριού. “μια κούπα κρασί” και το Σμυρνέικο άσμα: “θα σπάσω κούπες / για τα λόγια που ΄πες”.
Του Λάζαρη το appie-copa δε βλέπω να σχετίζεται. Το coppa, ναι είναι η κούπα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀπίκουπα = ἀντίστροφα, ἔβαλα τά πιάτα ἀπίκουπα (ἔβαλα τά πιάτα ἀνάποδα).