Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απίκ(ου)πα ή απίκπα (επίρρ.)

ανάποδα πεσμένο κάτι.
“Βάλε το δοχείο απίκουπα, να στραγγίσει καλά το λάδι” – “Βάλε την παδέλα απίκ΄πα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀπίκουπα: /ἐπίρ./ (Ἰ. appie-coppa) = ἀναστρόφως, μὲ τὸ στόμιον πρὸς τὰ κάτω (λέγεται ἐπὶ δοχείων καὶ ἀγγείων).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Αναποδογυρισμένο σκεύος. Και το ρήμα από (κου) πάω και -ίζω.
Η λέξη από το λατινικό, ιταλικό cupa, ποτήρι (και την πρόθεση από που εδώ γίνεται απί). Η κούπα επικράτησε του ποτηριού. “μια κούπα κρασί” και το Σμυρνέικο άσμα: “θα σπάσω κούπες / για τα λόγια που ΄πες”.
Του Λάζαρη το appie-copa δε βλέπω να σχετίζεται. Το coppa, ναι είναι η κούπα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ἀπίκουπα = ἀντίστροφα, ἔβαλα τά πιάτα ἀπίκουπα (ἔβαλα τά πιάτα ἀνάποδα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.