αρήλογος
μεγάλο και αραιό κόσκινο για καθαρισμό του σιταριού από ξένα σώματα, χαλίκια κ.λπ.
Σε κατγρ. του 1697 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … ένας αρήλογος”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, σελ 300: “αρήλογος, πινακωτή, και πλάστης και δριμόνι.”.
και αργολόγος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρήλογος: /ὁ/ (ἀραιὸς-λέγω) = μεγάλο κόσκινον καθαρισμοῦ τοῦ σίτου ἀπὸ τῶν ξένων οὐσιῶν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀρήλογος = κόσκινο πού ἀντί συρμάτινο τούλι ἔχει τρυπητή λαμαρίνα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ἀρύλογος κατάλληλος ὀνομασία ἀραιοῦ τινος κοσκίνου.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός