Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεράω

Ξεράω (ἐξ-αἵρω, ἐράω -ῶ;) = ἐξεμῶ, ἀποβάλλω, ἐκχύνω ἀηδεῖς φράσεις.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ξεράω καὶ ’ξερνάω § ἐμέω. Ἐκ τούτου ξέρασμα = ἔμετος.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξεράω. Ὁ Βυζ. γράφει μόνον ’Ξερνῶ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.