ασύφταγος -η -ο
- ο ασυμπαθής, ο βιαστικός, ο ταραχοποιός – ο μη δεχόμενος συμβουλές και συστάσεις. “Μωρέ ασύφταγο, που να μην ιδείς καλό” – “Δεν πας στον ασύφταγο;” = στο διάολο.
- Κάτι που δεν φτάνει ή κάτι που δεν έχει προκοπή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσύφταγος -η -ο (ἀ-σὺν-φθάνω) = ἀπρόφθαστος, βιαστικός, ὁ ἀνεπιθύμητος ποὺ εὐχόμεθα νὰ μὴ φθάσῃ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀσύφταγος = 1. κακή εὐχή, νά πᾶς στόν ἀσύφταγο (ἀγύριστο),
2. κάτι πού δέν φτάνει ἤ δέν κάνει προκοπή.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ασύφταγος-η-ον: (βρισιά) (α στερ.+σύν +φτάνω) = ο μη έχων την ικανότητα να τελεσφορήσει, ανάξιος και ποταπός .
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
“Ξεπατωμένο και ασίφταο” φράση για κακομαθημένα και άτακτα παιδιά
Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου