αποδιαλεούρι -ια
ο,τι απομένει στο τέλος κάποιου πωλουμένου πράγματος, αφού προηγουμένως έχει διαλεχθεί το καλύτερο.
“Από ψάρια μην περιμένεις κάτι αποδιαλεούρια έχουν”.
Λέγονται και ξεδιαλεούρια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποδιαλεγοῦρι: /τὸ/ (ἀπὸ-διαλογή) = τὸ τελευταῖον κατωτέρας ποιότητος ὑπόλοιπον πωλουμένου εἴδους.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀποδιαλεούρι = ὅ,τι ἀπέμεινε τελευταία διαλογή, ἀπό τό ρ. διαλέγω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής