απόρ(ρ)ιμμα (το)
καθετί που απορρίπτεται σαν άχρηστο ή περιττό, εξάμβλωμα, αποτρόπαιη παρουσία, για ανθρώπους και ζώα. (απόρριμμα)
μτφ.: ο καχεκτικός, ο μικροκαμωμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπόρ(ρι)μα: /τὸ/ (ἀπὸ-ρίπτω, ρήγνυμι) = ἀπόβλημα, ἐξάμβλωμα, πρόσωπον ἢ ζῷον ἀτροφικόν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀπόρριμα = ἔκτρωμα, λέγεται σέ παιδί, δύσμορφο καί ἐλαττωματικό.