απόγωνο
απάγκειο, μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος: “Έπιασες τ΄ απόγωνο, βλέπω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπόγωνο: (ἀπό, ὑπὸ-γωνίαν) = μέρος ὑπήνεμον, ἡμίκλειστον, προφυλαγμένον ἀπὸ τὸν ἄνεμον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀπόγωνο = ἀπάγκειο, ἀπάνεμο, πίσω ἀπό κάποια γωνία (πού δέν τό πιάνει ὁ ἄνεμος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ -
Μια λέξη που δεν υπάρχει στα συστημικά λεξικά. Μπράβο.
Είναι δυνατόν να παραθέσετε κάποια φράση, κάποιου συγγραφέα, που να περιλαμβάνει τη λέξη “απόγωνο”;