αποκαρώνω -ομαι
- πέφτω σε ύπνο βαθύ, είμαι άνοιωστος. “Μ΄ αποκάρωσε ο ύπνος, γιε μου, και δεν μπόρεσα να ξυπνήσω”.
- για όποιους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν το χρέος τους, λέμε πως τους έπιασε αποκαρωμάρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκάρωσα = ἀπέκανα, ξεψύχησα, ἀποκάρωσα ἀπ᾿ τήν κούραση (ξεψύχησα ἀπ᾿ τήν κούραση).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ἀποκαρόνω -ομαι (κάρος), βυθίζομαι εἰς ὕπνον, ἀναισθητῶ. φρ. ἀποκαρώθηκα καὶ δὲ μπόρεσα νὰ ξυπνήσω.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ἀποκαρόνομαι, § ἀποναρκόομαι, ἀναισθητῶ, χαῦνος εἰμί.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἀπὸ καὶ κήρ, ἡ καρδιά, ἡ ψυχή, εἰ μὴ ἐγένετο μεταθέσει γραμμάτων ἐκ τοῦ ἀποναρκόομαι.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου