Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αποκαρώνω -ομαι

  1. πέφτω σε ύπνο βαθύ, είμαι άνοιωστος. “Μ΄ αποκάρωσε ο ύπνος, γιε μου, και δεν μπόρεσα να ξυπνήσω”.
  2. για όποιους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν το χρέος τους, λέμε πως τους έπιασε αποκαρωμάρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀποκάρωσα = ἀπέκανα, ξεψύχησα, ἀποκάρωσα ἀπ᾿ τήν κούραση (ξεψύχησα ἀπ᾿ τήν κούραση).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ἀποκαρόνω -ομαι (κάρος), βυθίζομαι εἰς ὕπνον, ἀναισθητῶ. φρ. ἀποκαρώθηκα καὶ δὲ μπόρεσα νὰ ξυπνήσω.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Ἀποκαρόνομαι, § ἀποναρκόομαι, ἀναισθητῶ, χαῦνος εἰμί.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἀπὸ καὶ κήρ, ἡ καρδιά, ἡ ψυχή, εἰ μὴ ἐγένετο μεταθέσει γραμμάτων ἐκ τοῦ ἀποναρκόομαι.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.