Όλες οι λέξεις στο Ζ
“Ο χρησιμοποιών ευχερώς την αριστεράν χείρα”, αλλά και “εν ειρωνεία” (Δημητράκος). Έτσι εμείς αποκαλούμε υποτιμητικά τον αριστερόχειρα. Το α΄συνθετικό είναι το ζερβός, από το μεσαιωνικό επίθετο ζαρβός, ζαβρός, ζαβός (χωρίς το -ρ-) που θα πει στραβός, αυτός που δεν είναι ίσος (ρήμα ζαβώνω) και ο άνθρωπος ο ιδιότροπος. Η κουτάλα . . . Περισσότερα
βερίκοκο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζέρδελο /τὸ/ (Ἰνδ. ζαρdαλοῦ) = βερύκοκον (κιτρινερύθρου ἀρωματώδους ποικιλίας). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
για κάποιον που είναι ασταθής και δε μένει σε ένα τόπο να εργαστεί, μόνο αλλάζει συνεχώς, λέμε: “δε ζεσταίνει γωνιά”.
το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζεστοφοῦρν(ι) /τὸ/ (ζεστὸς-Ἰ. forno) = ὁ μόλις ἐκκλιβανισθεὶς θερμὸς ἐγχώριος ἄρτος, ζεστὸ ψωμί. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζεστοφούρνι = ψωμί μόλις βγεῖ ἀπό τόν φοῦρνο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα
ζεύγος βοδιών ή και άλλων υποζυγίων, κυρίως αλόγων. “Αύριο έχω ζευγάρι”, δηλ. θα οργώσω με ζευγάρι. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄: “τίποτε δε μας μένει ούτε ζευγάρι, ούτε σπορά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζευγάρ(ι) /τὸ/ (ζεῦγος) = ζεῦγος βοῶν ἀροτήρων, ἄροσις διὰ βοῶν ἢ ἄλλων ὑποζυγίων: «ἔχει ζευγάρι», . . . Περισσότερα
Ζευγαρίζω (ζεῦγος) = ἀροτριῶ διὰ ζεύγους βοῶν ἢ ἄλλων ὑποζυγίων.
ξύλιο επίπεδο κατασκεύασμα, δίκην σημερινού φορείου, που το χρησιμοποιούσαν για μεταφορές.
εμπειρικό μέτρο επιφάνειας. Ζευγιά, λοιπόν, είναι το χωράφι που μπορούσε να οργώσει ένα ζευγάρι σε μια μέρα. “Τρεις ζευγιές χωράφι, όλο κι όλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζευγιὰ /ἡ/ (ζεῦγος) = ἡ ἡμερησία ἐργασία, ἀρόσεως διὰ ζεύγους βοῶν ἥ ἄλλων ὑποζυγίων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα
Παρὰ τοῖς ὀθωμανικοῖς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας διασώζονται πολλαὶ Ἑλληνικαὶ λέξεις, ἐξ ὧν ὀλίγας τινὰς παρατίθημι, εὐχόμενος ἵνα ἄλλος τις φιλοτιμηθῇ εἰς συλλογὴν τῶν λειψάνων τούτων, ἅτινα θέλουσι προσεπιμαρτυρεῖ αἰωνίως ὅτι ὁ Ἕλλην καὶ θνήσκων καταλείπει ἴχνη ζωοποιά. – (Ζεῦλα, βουέντρα καταράκτης λάχανα, λάπαθα, σειρά, μάντρα, ἰλὺ (ἰλύς), ἰλυστὴρ (στραγγιστῆρι).
Ζευγοπιάνω § πιάνω τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν, τοὐτέστιν ἀρχίζω, ἐπιχειρῶ τὴν ἀροτρίωσιν ἀγροῦ. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
ζευγάρι όρνιων. Μεταφορικά: ζευγάρι κακών ανθρώπων.
φαγοπότι, καλοπέραση, γεύμα. Όταν μας βρίσκει κάποιος επισκέπτης στην ώρα του φαγητού τον καλούμε και λέμε: “Κόπιασε να φάμε …”. Κι αυτός απαντά: “Ευχαριστώ, κάμ΄ τε ζεύκια σας”. Φράση: “”Περνάμε ζεύκια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζεῦκι /τὸ/ (Ἀ.Τ. ζὲβκ) = συμπόσιον, εὐωχία, φαγοπότι, γεῦμα. «ἔχουνε ζεῦκι», . . . Περισσότερα
εξαρτήματα του αλετριού των βοδιών. Οι ζεύλες είναι δύο. Κάθε ζεύλα αποτελείται από δυο κυρτά ξύλα, μπηγμένα στο ζυγό του αλετριού και που οι άκρες τους σμίγουν και κάνουν είδος θηλιάς. Η ζεύλα, δηλ. είναι σύνεργο που μοιάζει με τη λαιμαργιά. Μέσ΄ απ΄ αυτές τις ζεύγλες περνούσαν τα κεφάλια των . . . Περισσότερα
Ζεύω (ζευγνύω) = ζευγνύω ὑποζύγιον εἰς ὄχημα, ἄροτρον, ἐλαιοτριβεῖον κ.τ.τ.
είμαι βρώμικος, αναδίνω βαριά δυσάρεστη οσμή., βρωμάω. – “Άλλαξα το παιδί, γιατί ζέχνει” – “Ζέχνεις από σκόρδο, έφαγες σκορδαλιά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζέχνω (ὄζω -αίνω) = ὄζω δυσαρέστως, βρωμάω δυνατά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζέχνει = βρωμάει ἀπαίσια, ζέχνει ὁ τόπος (βρωμάει ὁ τόπος). . . . Περισσότερα
το παιχνίδι του μωρού. “Δωσ΄ του τα ζιζιά του να μην κλαίει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζιζὶ /τὸ/ (Γλ. joujou) = παίγνιον νηπίου, ἄθυρμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
πλεχτό γιλέκο
πολύ λεπτό σύρμα, χορδή μουσικού οργάνου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζίλι /τὸ/ (ἰλλάς, ἴλλω, Ἀ.Τ. ζίρ, Τ. ζὶλ) = λεπτότατον σῦρμα, λεπτὴ χορδὴ μουσικοῦ ὀργάνου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σιτάρι και κριθάρι μαζί
Ζμιασ(υ)νεύω (Ἰ. smocciare) = δυσοσμῶ ἐκ σήψεως, βρωμάω. ζμιασυνεύω / ζμιασνεύω
πλεκτόν με ψαθί ή βέργες, καλάθι για μεταφορά χώματος, κοπριάς κ.α. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζμπίλι /τὸ/ (Ἀ.Τ. ζενπὶλ) = σπυρίς, ζεμπίλι, ψαθόπλεκτον μέσον μεταφορᾶς ὑλικῶν (χώματος, κόπρου κ.τ.τ.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζμπόερας, Το χωριό ζούσε παλιά έντονα τις απόκριες με επίκεντρο τους μασκαράδες με αυτοσχέδιες και πολύ πρωτότυπες, αλλά και τολμηρές μεταμφιέσεις. Κάποιες οικογένειες, όπως οι “μπρανελαίοι” τηρούσαν κάθε χρονιά την παράδοση, ντύνονταν παράξενα, έβγαιναν στην πλατεία και διασκέδαζαν τον κόσμο και φόβιζαν τα παιδιά. Αυτοί ήταν οι ζμπόεροι. Η παράξενη . . . Περισσότερα
Ζντρίλι /τὸ/ (Ἀγγ. drill) = εὐτελὲς χονδρὸν ὕφασμα ἐπενδύσεως (συνήθως βαμβακερόν).
Ζορκαμπέλι = το μικρό γυμνό παιδί β. ζόρκος
με γυμνό λαιμό (ζορκοκέφαλος κοκοτός)
ο πολύ φτωχός, ο ντυμένος με κουρέλια.
ο γυμνός ή μισόγυμνος, και μεταφορικά ο φτωχικά ντυμένος. Παροιμία: “Τ΄ς ακαμάτρας το παιδί /ζόρκο, μόρκο περβατεί” – “γλυκός ο ύπνος την αυγή /ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζόρκος -α -ω (δορκάς, ζορκὰς) = γυμνός, πανελεύθερος (β. λ. ντόρκος). Ζῶρκος -α -ο . . . Περισσότερα
βλ. καμπέρα και κουτρουλό (σιτάρι)
η επίδειξη παλικαρισμού , η αναιδής συμπεριφορά, ο σατραπισμός, η ενέργεια του ετσιθελισμού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζορμπαλίκι /τὸ/ (Τ. ζορπαλὴκ) = αὐθαιρεσία, βιαιότης, σατραπισμός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζορμπάρω (Τ. ζορπᾶ) = καταλαμβάνω αὐθαιρέτως, αὐτοδικῶ βιαίως.