Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ζ

ζούδιο (το)

Ανόητος, άσκημος, χαμένος, ηλίθιος: “Μωρέ ζούδιο, κάτσε φρόνιμα” – “Χαρά στο ζούδιο!!!” – “Είσαι ντιπ ζούδιο”. Φόβητρο, φάντασμα. Ζούζ(ου)λό = ξωτικό, φάντασμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζούδιο /τὸ/ (ζῴδιον) = ζῳώδης, ἀνόητος, ἠλίθιος, δύσμορφος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζούδιο = κακόμορφος καί ἰσχνός ἄνθρωπος, ἀλλά . . . Περισσότερα

ζούζ(ου)λο (το)

ζούζουλο, ζούζλο ξωτικό, φάντασμα, άβουλο ον. Στον άνθρωπο – αφελής, ανόητος. Φράση: “Μα τέτοιο ζούζ΄λο είσαι;” με απάντηση: “Εσύ είσαι ζούζ΄λο και παράζουζ΄λο”.βλέπε και λέξη ζούδιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζούζ(ου)λο /τὸ/ (ζαλόεις, Σ. ζούζελy) = εἰδεχθής, δύσμορφος, ἀποκρουστικός, σκιάχτρο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζούζουλο . . . Περισσότερα

ζουλίζω

Ζουλίζω § λυγίζω, κυρτόω τι, ἐξ οὗ ζούλισμα = λύγισμα· (ἐξαιρέτως ἐπὶ μετάλλων). Σημ. ὁ Βυζ. γράφει Ζουλῶ· ἀγνοεῖ δὲ καὶ τὰς σημασίας ταύτας. Ἄπορον ἡμῖν πόθεν ἡ λέξις παράγεται· πιθανὸν δὲ φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθη ἰδιορρύθμως ἐκ τοῦ λυγίζω. Πρβλ. καὶ τὸ Ζούλης τοῦ Βλάχου (ἐν. λ.) καὶ τὸ ζουλῶ . . . Περισσότερα

ζούπα (η)

πρόχειρο βραδινό φαγητό με πυρωμένες στη φωτιά φέτες ψωμιού, (πωμάδες), διαποτισμένες με κρασί. Στις πωμάδες βάνουν και λάδι, πριν ρίξουν το κρασί. Το καλύτερο συνοδευτικό της ζούπας είναι το τυρί, για όποιον έχει … Η λέξη λέγεται και κρασόζουπα και ζουπάτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζοῦπα . . . Περισσότερα

ζουρλοκαμπίερης -ρω

ο επιπόλαιος, ο άστατος, ο τρελλάκιας. “Μωρή ζουρλοκαμπίερω, που γυρίζεις, μαρή;”. Την ίδια περίπου σημασία έχει και η λέξη ζουρλοπαντιέρας – ρω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζουρλοκαμπιέρης -ω (β.λ. ζουρλὸς – Ἰ. campio -ere) = ἐπιπόλαιος, τρελλάκιας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ζουρλοκομεῖο

Ζουρλοκομεῖο /τὸ/ (β.λ. ζουρλὸς-κομέω -ῷ) = φρενοκομεῖον, ψυχιατρεῖον, ἄνθρωπος παράφρων.

ζουρλοπαντιέρης -ῳ

Ζουρλοπαντιέρης -ῳ (β.λ. ζουρλὸς – Ἰ. bandiera) = σημαιοφόρος παραφροσύνης, τρελλάκιας, ἐπιπόλαιος, ἀνόητος.

ζουρλὸς -ὴ -ὸ

Ζουρλὸς -ὴ -ὸ: (ζάλη -ηρός; Ἰ. zurlo) = παράφρων, ἐξημμένος, ριψοκίνδυνος, ἀπερίσκεπτος, τρελλός.

ζουρνάς (ο)

μουσικό όργανο, είδος κλαρίνου, αλλά πιο κοντό και με πλατιά έξοδο. Συνηθιζόταν η χρήση του στη νότια κυρίως Λευκάδα.

ζόφα ἢ ζόφες

Ζόφα ἢ ζόφες, § φράσις σημαίνουσα παντελῆ ἀποτυχίαν. Π. τί ἐκάματε; ζόφες, δηλ. οὐδέν. Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ζόφος.

ζόχος (ο)

το φαγώσιμο και θεραπευτικό αγριολάχανο, κυρίως για λαχανόπιτες. Γιατροσόφι: “Οποιανού πονούν τα γόνατα και τα νεφρά … Βράσε ζόχον με κρασί έως να μείνει το τρίτον και τότε κοπάνισε τρία σπυριά πιπέρι, ριξ΄ τα μέσα και ας πίνει. (Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ 72). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

ζυγάραις

πιθανόν ἀπ΄ τήν λέξη ζυγά πού σημαίνει ζύγια, σταθμά, ζυγάραις μπερτουέλλαις = μεντεσέδες μέ τό ζύγι.* *ζυγαριά: ὄργανο μέ τό ὁποῖο μετροῦν τό βάρος ἑνός σώματος· ζυγός, ( μσν. ζυγαρέα μέ  συνίζ. γιά ἀποφυγή τῆς χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά, ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. ζυγ(ός) -άριον). Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica

ζυγιά

ομάδα λαϊκών οργάνων για μουσικοχορευτικές διασκεδάσεις αποτελούμενη από βιολί, κλαρίνο, σαντούρι και μερικές φορές και λαγούτο και κιθάρα (κομπανία)

ζυγόδεσμος (ο)

μέρος του αλετριού. Πρόκειται για: α) το τσιγγέλι που είναι στην άκρη του σταβαριού και β) για τον μεσαίο κρίκο του ζυγού. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ζυγός (ο)

μέρος του αλετριού. Είναι ένα πολύ γερό κυλινδρικό ξύλο μήκους 1,50 μ. περίπου, που συνδέεται, με το σταβάρι με έναν γάντζο, που έχει στο κέντρο. Ο ζυγός τοποθετείται οριζόντια προς το σταβάρι και έχει στις δυο άκρες από έναν κρίκο στην κάθε μια. Απαραίτητα εξαρτήματα του ζυγού ειναι τα δυο . . . Περισσότερα

ζυγόσκοινα (τα)

δυο σκοινιά που ξεκινούσαν από το σημείο ζέψεως στο ζυγό και κατέληγαν και δένονταν στη λαιμαριά του αλόγου, τη λεγόμενη γολάνα. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ζυγοῦρι

Ζυγοῦρι § τὸ διετὲς πρόβατον. ΚΝ. Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ζόω (= δύω) καὶ ἄγουρος (= νέος) ὡς ἂν ἔλεγε δύω ἐτῶν νέος. Ἡ τροπὴ τοῦ δ εἰς ζ ἐγένετο κατὰ τὰ Δωρ. ζία ἀντὶ δία. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.

ζυμωτάρικο (σκαφίδι)

σκαφίδι μέσα στο οποίο ετοίμαζαν το ζυμάρι για την παρασκευή του ψωμιού Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ζωντόβολο (το)

γάιδαρος, ο αμαθής,  ο ανόητος. Φράση: Είσαι ζωντόβολο, δεν καταλαβαίνεις τίποτα – Είσαι ζώον. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζωντόβολο § ὁ ὄνος. Μ. ὁ ἀνόητος, ἀμαθής. Π. εἶσαι ζωντόβολο = ἀνόητος, ἀμαθής. ΚΝ. Σημ. Ἐκλήθη οὕτω τὸ πολυώνυμον καὶ πολυπαθὲς ζῶον, διότι ἴσως ὑπὲρ πᾶν ἄλλο αὐτὸ . . . Περισσότερα

ζώρη

Ζώρη /ἡ/ (ζορέω, ζωρὸς) = βία, δύναμις, ἰσχύς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζώρη = δύναμη, τήν πῆρε μέ τό ζώρη (τήν πῆρε μέ τό ἔτσι θέλω). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ζώρη, § ἰσχὺς σωματική. Π. τὸν ἔσφιγξα μ᾿ ὅλη τἠ ζώρη μου. § ἀκμή. Π. εἶνε . . . Περισσότερα