Όλες οι λέξεις στο Ζ
ζγάλετρα ο αστερισμός του Ωρίωνος. Ένας απ΄ τους πιο λαμπρούς αστερισμούς, ανατέλλει και δύει μαζί με την Πούλια (Πλειάδες) μετά το θερινό ηλιοστάσιο, η δε δύση του συνοδεύεται από μεγάλες θύελλες. Το όνομα του αστερισμού “ζυγάλετρα -αλετροπόδα” οφείλεται στο σχήμα του αστερισμού που μοιάζει με αλέτρι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα
ζουλάπι, ζλάπι άγριο ζώο, αγρίμι. “Τα ζ΄λάπια του λόγγου”, π.χ. τσακάλι, λύκος, αλεπού κ.α. Μτφρ.: ο άνθρωπος ο ανίκανος, ο αγροίκος, αγνώμων και ο ανίκανος στις δουλειές του, ο αμόρφωτος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζουλάπι /τὸ/ (ζῷον-λάπτω, Ἀλ. ζουλάπ-ι) = ἄγριον ζῷον, θήραμα, κτῆνος, βλάξ, δύσμορφος. . . . Περισσότερα
Ζ(ου)πακιάζω (β.λ. ζουπάω) = προξενῶ ἐμβύθισμα ἢ ἐμπίεσμα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν εὐκάμπτου πράγματος (δοχείου κ.τ.τ.).
ζουπάω, ζπάω πιέζω, συνθλίβω κάποιον. “Σήκω, ξ΄τιανέ μ΄και με ζούπ΄σες ..”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζ(ου)πάω -ίζω (εἰς, σύν-παίω, πιέζω, δι-ὀπίζω) = συμπιέζω, συνθλίβω, ἐκθλίβω, κακοποιῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζ(υ)γιὰ /ἡ/ (ζεῦγος) = ὁμὰς λαϊκῶν μουσικῶν ὀργάνων διὰ μουσικοχορευτικὰς διασκεδάσεις (βιολί, κλαρῖνο, λαγοῦτο, σαντοῦρι). «ἤτανε στὸ πανγῦρ, πέντε ζγιὲς βιολιά». ζυγιὰ / ζγιὰ
Ζ(υ)γὸς -ὴ -ὸ (ζεῦγος) = ἄρτιος, διαιρετὸς διὰ τοῦ δύο. «μονὰ ἢ ζυγά». ζυγὸς -ὴ -ὸ Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζυγός, § πλὴν ἄλλων οὕτω καλεῖται καὶ ἡ σειρὰ τῶν ὀρέων. Π. ὁ ζυγὸς τοῦ Πίνδου = ἡ σειρὰ τῶν ὀρέων τοῦ Πίνδου Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ζ(υ)γώνω (ζυγόω) = πλησιάζω, προσεγγίζω, καταφθάνω. ζυγώνω Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης πλησιάζω. “Για ζύγωσε ..”. Από το αρχαίο ζυγώ, ενώνω, υπό τον ίδιο ζυγό. “μη ζυγώσεις κακομοίρη μου. κ.τ.ό. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
παρακελευστική επιφώνηση σε όνο για να συνευρεθεί με το θηλυκό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζάρρ = πρόκληση πρός ἐπιβήτορα ὄνο γιά νά ἐπιβεῖ τῆς θηλυκιᾶς. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Στραβά, όχι ίσα, όχι ανάποδα: “Δεν μου πάνε καλά οι δουλειές, όλα ζαβά μου ΄ρχονται. Η πρόγκα πήγε ζαβά, στραβά, ζάβωσε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαβὰ /ἐπίρ./ (σαβός, ζαμενής;) = ἀναρμόστως, δυσμενῶς, ἀπευκταίως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο όνος ή γαϊδούρι ή ζωντόβολο ή γομάρι ή Αναγνώστης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζάβαλλης (καβάλλης), ὁ ὄνος. Ἄλλα ἐπίθετα τοῦ ζῴου τούτου εἶνε γομάρι, ζοντώβολον πιθαν. (ζοντώβολον), γαϊδούρι καὶ ἀναγνώστης. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ζάβαλος (ζα-βάλλω) = ἀπόμονος, ἔρημος, παράσπονδος, κακόπιστος.
απαντάται μόνο τον πληθυντικό. “Πώς παν τα ζάβατα;”, δηλ. πώς πας από υγεία;
Ζάβατο /τὸ/ (ζα-βιοτή, βοτέω) = βιοτικὴ περίθαλψις, περιποίησις, εὐζωΐα.
κόπιτσα, μικρή πόρπη. Είναι σε δυο κομμάτια, αρσενικό και θηλυκό, και θηλυκώνουν. Μπαίνουν κυρίως στα γυναικεία φορέματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζάβ(γ)ια /ἡ/ (ζεῦγος, ζεῦξις, Ἀλ. ζάβεα) = συρμάτινος ζευκτὴρ γυναικείων ἐνδυμάτων (ἀρσενικὸ-θηλυκό). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζάβια. Κόπιτσα, μικρή πόρπη (Κοντομίχης). Έρευνα, “αβεβαίου . . . Περισσότερα
Ζαβο(υ)ρλιάρ(η)ς -ω (Αἰολ. ζα-βάλλω) = κακόπιστος, στρεψόδικος, παράσπονδος. ζαβουρλιάρης -ω / ζαβορλιάρης -ω
παράβαση, πονηριά, στραβοπάτημα, κυρίως στα παιγνίδια: “Δεν σε παίζομε εσένα, κάνεις ζαβολιές. Είσαι ζαβολιάρης”.
ο στραβός, ο σκολιός, ο δύσκολος, ο μη συνεννοήσιμος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαβὸς -ὴ -ὸ (σαβός, ζαμενής;) = στρεβλός, σκολιός, δύστροπος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ζαβὸς § κυρτός, στρεβλός. Π. ξύλο ζαβό. Μ. Δόλιος, δύςτροπος ἄνθρωπος. ΚΝ. Ἐκ τούτου Ζαβουριὰ καλεῖται ἰδίως ὑπὸ τῶν . . . Περισσότερα
Ζαβουριὰ § ἴδ. Ζαβός.
κάνω κάτι ζαβό: ξύλο, σίδερο, πρόγκα κ.λ.π. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαβόνω § ποιῶ ζαβόν· ἴδ. ζαβός -ή – ό Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
χειροπρίονο μικρό με στενή λάμα. Μερικοί ζαγανάδες είναι κυρτοί, μοιάζουν με ζήτα μικρό (ζ). Υπάρχει τοπωνύμιο Ζαγανάς και παρατσούκλι επίσης (Κώστας Πάλμος, Μεγανησιώτικα, σελ 64). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαγανᾶς /ὁ/ (ἠχητ.) = εὐμεγέθης χειροπρίων μὲ στενὸν ἕλασμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ζαγανάς (ὁ): χειροπρίονο . . . Περισσότερα
ψάχνω για κάτι κάνοντας θόρυβο. “Τι ζαγανεύεις τόση ώρα εκεί;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαγανεύω (ἠχητ.) = προξενῶ μικροθόρυβον ἐν ἀσχολίᾳ ἢ ἐρεύνῃ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το κυνηγόσκυλο, μ.τ.φ. το παλιόπαιδο, το τζογλάνι, ο τιποτένιος άνθρωπος. Δημ. Τράγ. : “Παίρνω τα ζαγαράκια μου να πάω να κυνηγήσω / λαγούς κι ελάφια για να βρω και πίσω να γυρίσω ./ Κι εκεί που εκυνηγάα στα δάση και στα όρη / βγάζουν τα ζαγαράκια μου μια πλουμισμένη κόρη” . . . Περισσότερα
Ζαγκαρούφα β.λ. δαγκαρούφα.
κυνηγετικά σκυλιά
παράσιτο, σκουλήκι που φωλιάζει κάτω από το δέρμα των μηρυκαστικών και υποζυγίων. Βαλαωρίτης Φωτεινός, Γ΄: “Του λόγγου τ΄ αγριοδάμαλο … / ν΄ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπάν οι ζάθοι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζάθος /ὁ/ (ζῷον-θάω) = παράσιτος σκώληξ τῶν ὑποζυγίων καὶ μηρυκαστικῶν ὑπὸ τὸ δέρμα . . . Περισσότερα
Ζακόνι /τὸ/ (Ἰ. giacere-cioni) = κλινήρης, κατάκοιτος, ἀσθενής.
ταραχή, φασαρία, εκνευρισμός. Κατάρα που απευθύνεται στα ζωηρά παιδιά που μας ζαλίζουν: “Μας εζάλισες, παλιόπαιδο, που να σε πιάσει ζάλη και το κακό κ΄μάνικο“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζάλη /ἡ/ = ταραχή, ἐκνευρισμός, μανία. «ζάλ’ καὶ κμάνκο νὰ σὲ πιάσ’». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζαλιάρ(η)ς -ω (ζάλη) = προκαλῶν φροντίδας καὶ ἀνησυχίας, ἰδιότροπος, ναζιάρης, φορτικός.
Η ποσότητα που μπορεί να φορτωθεί και να μεταφερθεί στην πλάτη μιας γυναίκας.
το ζωηρό και ενοχλητικό παιδί, που κάνει αταξίες, το πειραχτήρι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζαλίμ(ι) /τὸ/ (ζάλη Τ. ζαλίμ) = ζωηρός, ἐνοχλητικός, πειρακτικός, ταραξίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης