ζευγοπιάνω
Ζευγοπιάνω § πιάνω τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν, τοὐτέστιν ἀρχίζω, ἐπιχειρῶ τὴν ἀροτρίωσιν ἀγροῦ.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ζευγοπιάνω § πιάνω τὸ ζεῦγος τῶν βοῶν, τοὐτέστιν ἀρχίζω, ἐπιχειρῶ τὴν ἀροτρίωσιν ἀγροῦ.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.