ζέρδελο (το)
βερίκοκο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζέρδελο /τὸ/ (Ἰνδ. ζαρdαλοῦ) = βερύκοκον (κιτρινερύθρου ἀρωματώδους ποικιλίας).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βερίκοκο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζέρδελο /τὸ/ (Ἰνδ. ζαρdαλοῦ) = βερύκοκον (κιτρινερύθρου ἀρωματώδους ποικιλίας).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης