ζμιασ(υ)νεύω 10 Ιαν, 2017 Ζ 0 Σχόλια 0 Ζμιασ(υ)νεύω (Ἰ. smocciare) = δυσοσμῶ ἐκ σήψεως, βρωμάω. ζμιασυνεύω / ζμιασνεύω