Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζμιασ(υ)νεύω

Ζμιασ(υ)νεύω (Ἰ. smocciare) = δυσοσμῶ ἐκ σήψεως, βρωμάω.
ζμιασυνεύω / ζμιασνεύω

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.