ζευγάρι (το)
ζεύγος βοδιών ή και άλλων υποζυγίων, κυρίως αλόγων. “Αύριο έχω ζευγάρι”, δηλ. θα οργώσω με ζευγάρι.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄: “τίποτε δε μας μένει ούτε ζευγάρι, ούτε σπορά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζευγάρ(ι) /τὸ/ (ζεῦγος) = ζεῦγος βοῶν ἀροτήρων, ἄροσις διὰ βοῶν ἢ ἄλλων ὑποζυγίων: «ἔχει ζευγάρι», «κάνει ζευγάρι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης