Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζευγάρι (το)

ζεύγος βοδιών ή και άλλων υποζυγίων, κυρίως αλόγων. “Αύριο έχω ζευγάρι”, δηλ. θα οργώσω με ζευγάρι.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Β΄: “τίποτε δε μας μένει ούτε ζευγάρι, ούτε σπορά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζευγάρ(ι) /τὸ/ (ζεῦγος) = ζεῦγος βοῶν ἀροτήρων, ἄροσις διὰ βοῶν ἢ ἄλλων ὑποζυγίων: «ἔχει ζευγάρι», «κάνει ζευγάρι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.