ζεύω 10 Ιαν, 2017 Ζ 0 Σχόλια 0 Ζεύω (ζευγνύω) = ζευγνύω ὑποζύγιον εἰς ὄχημα, ἄροτρον, ἐλαιοτριβεῖον κ.τ.τ.