Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζέχνω

είμαι βρώμικος, αναδίνω βαριά δυσάρεστη οσμή., βρωμάω. – “Άλλαξα το παιδί, γιατί ζέχνει” – “Ζέχνεις από σκόρδο, έφαγες σκορδαλιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζέχνω (ὄζω -αίνω) = ὄζω δυσαρέστως, βρωμάω δυνατά.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ζέχνει = βρωμάει ἀπαίσια, ζέχνει ὁ τόπος (βρωμάει ὁ τόπος).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ζέχνω § οὐδ. Ἀποφέρω βαρεῖαν δυσωδίαν. Π. φύγε καὶ ζέχνεις ἀπὸ σκόρδα.

Σημ. Ἄπορον ἡμῖν πόθεν ἡ λέξις παράγεται· μὴ ἆρά γε ἐκ τοῦ ἐπιτακτικοῦ ζα καὶ πνέω, ἵνα ᾖ Ζαπνέω (= σφοδρὰν ἀποπνέω ὀσμὴν) καὶ ἐκ τούτου Ζάπνω, κατὰ τὰ φέρω, λέγω, ἐκ τοῦ φορέω, λογέω; Ἐκ δὲ τοῦ Ζάπνω τὸ ζέπνω (Σύλλ. 1) καὶ ἐκ τούτου τὸ ζέφνω = ζέχνω; (Σύλλ. 15. 45). Ὁ Αἰνιὰν παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ὄζω (Ἀθην. σ. 15).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βλ. κατελώνω βρωμάω και βρωμεύω


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.